ΓΙΑ
ΤΗΝ ΟΙΚΟΑΡΙΣΤΕΡΑ
Μια προηγούμενη εκδοχή αυτού του κειμένου είχε αναρτηθεί στη διεύθυνση:
http://socialist-ecology.blogspot.gr/2009/04/blog-post.html
Γ. Στάμου και Γ. Παντής
Το πλαίσιο παρέμβασης της οικολογικής αριστεράς
Περίπου από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 και μετά, τα ζητήματα που σχετίζονται με το περιβάλλον βρέθηκαν στην επικαιρότητα και συγκεντρώνουν όλο και μεγαλύτερο μέρος της προσοχής επιστημόνων αλλά και πολιτικών και κοινωνικών φορέων. Οι ορατές οικολογικές επιπτώσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης πυροδότησαν την εμφάνιση όχι μόνο άρθρων και δημοσιεύσεων που άρχισαν να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου αλλά και σειράς οικολογικών κινημάτων και πολιτικών κομμάτων. Σήμερα, σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο υπάρχει ένα συνεχώς διογκούμενο πλήθος ανθρώπων και φορέων που ασχολούνται με την περιβαλλοντική πολιτική και το οποίο έχει διαμορφώσει και συνεχίζει να διαμορφώνει ένα περίπλοκο πλέγμα από ιδέες, οδηγίες, πρωτόκολλα και νόμους σχεδιασμένα έτσι ώστε να μετριάσουν τις συνέπειες από συγκεκριμένες ανθρώπινες χρήσεις της φύσης και να προστατεύσουν το Φυσικό Περιβάλλον.
Δυστυχώς η δραστηριοποίηση της διεθνούς αριστεράς καθυστέρησε δραματικά. Αντίθετα, χρησιμοποιώντας την προσφιλή του μέθοδο που διαπλέκει μισές αλήθειες και άλλες τόσες αποσιωπήσεις, ψέματα και διαστρεβλώσεις, ο φιλελευθερισμός ανέλαβε την πρωτοβουλία των κινήσεων. Η φιλελεύθερη επιχειρηματολογία για το περιβάλλον αναπτύσσεται από θέσεις που μοιάζουν -χωρίς όμως και να είναι- οικοκεντρικές και η διαπραγμάτευση των ζητημάτων γίνεται με όρους ανεπαρκειών της αγοράς ή όταν αυτό δε φτάνει, με όρους οικολογικού εκσυχρονισμού.
Σήμερα, οι θεμελιακές προκείμενες αυτού του ‘οικολογικού εκσυγχρονισμού’ έχουν ως εξής:
(α) Ζούμε σε ένα ‘πλανητικό χωριό’, χωρίς ταξικούς και εθνικούς φραγμούς, σε ένα περιβάλλον που πρέπει να προστατεύσουμε για το καλό όλων μας.
(β) Ταυτόχρονα ζούμε και στο ‘τέλος της ιστορίας’ και της ταξικής πάλης. Ο καπιταλισμός δεν αμφισβητείται ως τρόπος παραγωγής.
Για τον ‘οικολογικό εκσυγχρονισμό’ η αειφορική ανάπτυξη είναι το νέο ένδυμα που φορά κάθε φορά που προτείνει ‘λύσεις’ για το κάθε οικολογικό πρόβλημα, που όμως δεν προϋποθέτουν αλλά ούτε και απολήγουν σε καμιά κοινωνική αλλαγή. Αντίστοιχα, ο κατάλληλος τρόπος λήψης αποφάσεων, ώστε να εξασφαλιστεί η συναίνεση, είναι κατ’ αυτόν η περιβαλλοντική διακυβέρνηση, που δεν είναι τίποτα άλλο από μια ταξικά ουδέτερη συμμετοχική δημοκρατία.Τελικά, για τον ‘οικολογικό εκσυγχρονισμό’ το οικολογικό πλαίσιο αναφοράς είναι εκείνο που διαμορφώνει η παγκοσμιοποίηση, βασικός στόχος είναι η αειφορική διαχείριση των φυσικών πόρων, ενώ η περιβαλλοντική διακυβέρνηση είναι η διαδικασία λήψης αποφάσεων που μπορεί να εγγυηθεί τη συνεναιτική αποδοχή των δύο προηγούμενων.
Στις μέρες μας, ωστόσο, η σύνθετη οικονομική και οικολογική κρίση τείνει να αναστρέψει το κλίμα, με την αριστερά να έρχεται ορμητικά στο προσκήνιο και να επιχειρεί να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Η κριτική της οικοαριστεράς ξεκινάει από τη στιγμή που τα φυσικά χαρακτηριστικά των πραγμάτων παύουν να λογαριάζονται ως αξίες χρήσης. Για το λόγο αυτό, υποστηρίζει, οι αρχές που κυβερνούν τον κόσμο του φιλελευθερισμού απλοποιούνται τόσο, ώστε να καταλήξει τελικά η κυκλοφορία και η συσώρρευση κεφαλαίου να αποτελεί την αρχή και το τέλος των παραγωγικών διαδικασιών και επομένως το στοιχείο που νοηματοδοτεί τη σχέση της φύσης με την κοινωνία.
Η οικοαριστερά ασκεί την κριτική της από θέσεις που εστιάζουν στις σχέσεις του ατομικού αλλά και του κοινωνικού ανθρώπου με τη φύση και την ιδέα ότι πίσω από κάθε αντίληψη για τη διαχείριση του περιβάλλοντος κρύβεται και μια συγκεκριμένη αντίληψη για τις παραπάνω σχέσεις. Η οικοαριστερά προσλαμβάνει τις σχέσεις αυτές όχι στατικά αλλά στη δυναμική τους, ως παράγωγο της ιστορίας. Ο ορθολογισμός της οργανώνεται γύρω από το επιχείρημα που θέλει την εξέλιξη των κεφαλαιοκρατικών κοινωνιών να πραγματοποιείται με τη χειραγώγηση των πηγών του πλούτου (ανάμεσα στις οποίες βασική θέση κατέχει το φυσικό περιβάλλον), ενώ παρατηρεί ότι αυτό εντείνεται στις μέρες μας, οπότε και η κρίση της διευρυμένης καπιταλιστικής αναπαραγωγής συνδυάζεται με την εκθετικά αναπτυσσόμενη παγκόσμια οικολογική κρίση.
Με βάση το παραπάνω πλαίσιο κριτικής, η οικοαριστερά επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά ότι ο φιλελευθερισμός στέκει τυφλός απέναντι στις επιμέρους διαδικασίες –ανάμεσά τους και οι φυσικές, αλλά και απέναντι στα προϊόντα αυτών των διαδικασιών. Υποστηρίζει ότι η μονομέρεια και η ασύμμετρη σκέψη, με το βάρος να πέφτει στην κοινωνία, υποχρεώνουν το φιλελευθερισμό να αντιπαραθέτει τη φύση απέναντι στην κοινωνία και να αντιμετωπίζει το περιβαλλοντικό πρόβλημα με όρους αντιθέσεων που λύνονται πάντοτε με το κόστος να καταλογίζεται αποκλειστικά στη φύση. Πρόκειται για την περίφημη εξωτερίκευση του περιβαλλοντικού κόστους, που επί της ουσίας σημαίνει υποταγή της φύσης.
Η οικοαριστερά θα διαπιστώσει τέσσερεις βασικές αντιφάσεις της σύγχρονης φιλελεύθερης κοινωνίας που σχετίζονται με τη διαχείριση του περιβαλλοντικού ζητήματος:
1. στο πλαίσιο της φιλελεύθερης αγοράς η πολυπλοκότητα και η ποικιλότητα που χαρακτηρίζουν τον πραγματικό φυσικό κόσμο αγνοούνται.
2. η αίρεση των φυσικών οντοτήτων έξω από το οικολογικό τους πλαίσιο καθόσον σε αυτές αποδίδεται αποκλειστικά οικονομική αξία, καθώς και η εξωτερίκευση του περιβαλλοντικού κόστους, υποβαθμίζει τις ίδιες τις συνθήκες της παραγωγής. Έτσι, αφενός δυσκολεύει η διαδικασία παραγωγής προϊόντων και αφετέρου ακριβαίνει η παραγωγή. Το τελευταίο συμβαίνει επειδή αντί να επανεπενδυθεί, μέρος του υπερπροϊόντος θα χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση των δυσκολιών που δημιουργεί η υποβάθμιση των συνθηκών της παραγωγής.Τα αποτέλεσμα είναι οι κρίσεις υπο-παραγωγής. Τούτες οι κρίσεις υπο-παραγωγής σε συνδυασμό με τις κλασσικές πληθωριστικές κρίσεις υπερ-παραγωγής είναι υπεύθυνες για την κρίση του σύγχρονου παγκόσμιου συστήματος και εξηγούν σε μεγάλο βαθμό τις δυσκολίες εξόδου από αυτήν.
3. η επιδίωξη να καταργηθεί η εποχικότητα και να συμπιεστεί η διάρκεια των οικορυθμιζόμενων φυσικών διεργασιών που αφορούν στην παραγωγή τροφίμων, προκειμένου να επιταχυνθεί η καπιταλιστική κυκλοφορία και έτσι να μεγιστοποιηθεί η συσσώρευσης, συντείνει στη μεγέθυνση του περιβαλλοντικού προβλήματος και επάγει τις διατροφικές κρίσεις που ξεσπούν όλο και συχνότερα.
4. ο κυριαρχικός ρόλος που αποδίδεται στο συγκεντρωμένο κεφάλαιο αγνοεί το γεγονός ότι στο πλαίσιο των πολυπολικών σύγχρονων κοινωνιών σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν πλήθος διαμορφώσεων όπως είναι τα γραφειοκρατικά δίκτυα, οι κινήσεις πολιτών, ιδεολογικά δίκτυα όπως η εκκλησία, δίκτυα διακίνησης πληροφορίας και κοινωνικής δικτύωσης, αλλά ακόμα και στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος όπως οι αλλαγές στο κλίμα, οι σεισμοί κλπ. Για την οικοαριστερά η διαστρωμάτωση των σύγχρονων κοινωνιών εκφράζεται όχι μονάχα στα επίπεδα της οικονομίας, της πολιτικής και της ιδεολογίας αλλά και στο επίπεδο των σχέσεων του ανθρώπου με τη φύση, πράγματα που δε λαμβάνει καθόλου υπ’ όψη του ο φιλελευθερισμός.
Με βάση όλα τα παραπάνω η οικοαριστερά υποστηρίζει ότι η ιδιομορφία των φυσικών διαδικασιών και των προϊόντων που αυτές γεννούν, είναι ζωτικής σημασίας για την παραγωγική διαδικασία. Αυτό συμβαίνει γιατί εκτός από την εργασία, πηγή πλούτου σ’ αυτό τον κόσμο είναι και η φύση. Πράγμα που θα πει, ότι ο συγκεκριμένος κόσμος που ζούμε είναι πολυποίκιλος και συγκροτείται εκτός των άλλων και από ορυκτά, φυτικά και ζωικά είδη, οικολογικούς σχηματισμούς και τοπία. Κοντολογίς, η οικολογική αριστερά υποστηρίζει ότι οι φυσικές οντότητες δε συνιστούν παθητικά αντικείμενα στη διάθεση του κεφαλαίου αλλά η τοπική φύση υπήρξε και εξακολουθεί να είναι πρωταγωνιστικό στοιχείο για τη ζωή όλων των οργανισμών και των ανθρώπινων κοινωνιών.
Η οικοαριστερα θέτοντας στο επίκεντρο της προβληματικής της την διαλεκτική σχέση κοινωνίας-φύσης και τις συνέπειες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στη διαμόρφωση αυτής της σχέσης ξεφεύγει από επιφανειακές και τεχνοκρατικές προσεγγίσεις και αγγίζει τον πυρήνα του ζητήματος. Οι ακολουθούμενες οικολογικές πολιτικές δεν αντιμετωπίζονται ως ταξικά ουδέτερες αλλά ως πολιτικές που εξυπηρετούν συγκεκριμένα ταξικά συμφέροντα και επομένως έχουν συγκεκριμένα οφέλη και κόστη και μάλιστα κατανεμημένα άνισα. Η καταστροφή των φυσικών πόρων, οι πολιτικές προστασίας και διαχείρισης τους αλλά και οι συγκρούσεις που ανακύπτουν στα διάφορα επίπεδα εφαρμογής αυτών των πολιτικών δεν είναι στενά οικολογικά ζητήματα αφού δε μπορούν να γίνουν κατανοητά στην απομόνωσή τους από το πολιτικό κοινωνικό και οικονομικά πλαίσιο μέσα στα οποία δημιουργούνται.
Επιπρόσθετα, σε τούτο τον κόσμο της οικοαριστεράς έχουμε να κάνουμε όχι απλά με αναγκαίες αλλά, πολύ περισσότερο, με δρώσες φυσικές συνιστώσες της συνεχούς διαδικασίας κυκλοφορίας και συσσώρευσης. Η υλικότητα των φυσικών οντοτήτων στη γεωργία, την αλιεία, την υλοτομία, τη βιομηχανία και το εμπόριο έθετε, θέτει, και θα εξακολουθεί να θέτει ιστορικά όρια στην κεφαλαιακή συσσώρευση. Πρόσφατα, η περίπτωση των τρελών αγελάδων έδειξε τα όρια εκμετάλλευσης του βιολογικού υλικού, η παραβίαση των οποίων επηρέασε όχι μόνο την υγεία των ανθρώπων αλλά συγκλόνισε τη βιομηχανία κρέατος και τη συνολική αγροτική πολιτική στην Ευρώπη. Εδώ θα πρέπει να υπογραμμίσουμε και μάλιστα εμφατικά ότι με κανένα τρόπο τα όρια αυτά δεν είναι απόλυτα και δεν τίθεται από καμιά χωρητικότητα της φύσης ερήμην της κοινωνίας. Στη διαλεκτική λογική της οικοαριστεράς τα φυσικά όρια δεν υπάρχουν πριν από την κοινωνική πράξη όπως και η κοινωνική πράξη δεν υπάρχει πριν από αυτά. Η πράξη δίνει νόημα στα όρια και τα όρια περιορίζουν την πράξη. Οι σημερινές, εκθετικά αυξανόμενες διατροφικές ανάγκες επιβάλουν εντατικοποιημένες τεχνικές εκτροφής και συνακόλουθα αποκτά νόημα η διατύπωση καινούργιων προδιαγραφών ποιότητας και ορίων υγιεινής, Αντίστοιχα, οι νέες προδιαγραφές ορίζουν και τα όρια της εντατικοποίησης και επομένως τις δυνατότητες ικανοποίησης των αναγκών. Προδήλως, δεν υφίστανται φυσικά όρια πριν από τις κοινωνικές ανάγκες, ούτε όμως και φραγμοί στην ικανοποίηση αυτών των αναγκών πριν την αναγνώριση των φυσικών ορίων.
Τέλος -και το σημαντικότερο- είναι ότι η οικοαριστερά είναι σε θέση να προτείνει μια οικολογική ηθική που πηγάζει από την ανάγκη εξοικείωσης των ανθρώπων με τα πράγματα γύρω τους και που απλώνεται από τις βιωματικές σχέσεις και φτάνει στη σκέψη και τη φαντασίωση. Η ηθική μας στάση ξεκινάει απ’ τη μαρξιστική θέση ότι ο άνθρωπος εξωτερικεύει τις δυνάμεις του, τα ταλέντα του, τις δυνατότητές του στα φυσικά αντικείμενα που τον περιβάλλουν. Μέσα από αυτά τα φυσικά αντικείμενα ο άνθρωπος πραγματώνει τις δυνατότητές του και μέσω ενός πολλαπλού συστήματος διαμεσολαβήσεων αποκτά συνείδηση του εαυτού του, διαμορφώνει με άλλα λόγια μέρος της ταυτότητάς του. Έτσι, μέσω της δραστηριότητά του ο ατομικός πρώτα και ο κοινωνικός μετά άνθρωπος κάνει τη (διαμεσολαβημένη) φύση μέρος του εαυτού του, αλλά και τον εαυτό του μέρος της φύσης. Αυτός ο διαλεκτικός τρόπος αντίληψης των σχέσεων του ανθρώπου με τη φύση επιβάλει υποχρεώσεις όχι μόνο απέναντι στους άλλους ανθρώπους αλλά και απέναντι σε κάθε τι φυσικό, αφού αυτή είναι μια υποχρέωση απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, μέρος της ταυτότητάς του οποίου είναι και η φύση γύρω του.
Για την Οικοαριστερά και τη Διακυβέρνηση
Να ξεκινήσουμε την κουβέντα μας με την υπενθύμιση ότι η υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων και η συνακόλουθη υποβάθμισή τους ως αξιών χρήσης αποτέλεσε μία από τις βάσεις που στήριξαν την οικονομική μεγέθυνση των σύγχρονων κοινωνιών. Για το λόγο αυτό η βαθειά κρίση που εμφανίζει το παγκόσμιο σύστημα είναι πέρα από οικονομική και οικολογική.
Σε αυτές τις συνθήκες το ζήτημα του ελέγχου των φυσικών πόρων γίνεται κρίσιμο. Το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο επιδιώκει τον πλήρη έλεγχο των φυσικών πόρων και χρησιμοποιεί κάθε μέσον πίεσης προς τις τοπικές κοινωνίες στις οποίες παραδοσιακά ανήκει η διαχείριση των ελεύθερων αγαθών. Για το λόγο αυτό οι διαδικασίες συγκέντρωσης κεφαλαίου έρχονται να υπονομεύσουν την κοινωνική ειρήνη, με την κοινωνία να απαιτεί την προστασία και την αναβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος προς όφελος των πολιτών.
Για να διασφαλίσει τον έλεγχο των φυσικών πόρων το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο επιδιώκει:
(α) η χάραξη της παγκόσμιας περιβαλλοντικής πολιτικής να μην είναι πλέον υπόθεση μονάχα των εθνικών κρατών, αλλά και διαφόρων φορέων, κυρίως μη κρατικών, όπως ΜΚΟ, πολυεθνικές, διεθνικά μορφώματα όπως ο ΠΟΕ, το ΔΝΤ κλπ. και μάλιστα με αυξημένη συμμετοχή
(β) αυτή η αυξημένη συμμετοχή να οδηγήσει στη δημιουργία νέων θεσμικών φορέων (institutions) που θα διατυπώσουν ένα σύνολο από δομημένα και σταθερά πρότυπα συμπεριφοράς, τα οποία θα καθοδηγούνται και θα υποστηρίζονται από εύκολα αναγνωρίσιμες κοινωνικές αξίες και καθορισμένους κώδικες ορθής διαχείρισης και
(γ) το αναδυόμενο σύστημα της παγκόσμιας διακυβέρνησης να διαθέτει πολυεπίπεδη δομή έτσι ώστε να διαμορφώνει και να εφαρμόζει κανόνες καθώς και να λαμβάνει αποφάσεις σε διαφορετικά επίπεδα, τοπικό, εθνικό, διακρατικό, περιφερειακό και παγκόσμιο. Ωστόσο τα επίπεδα αυτά δε θα πρέπει να λειτουργούν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Αντίθετα, οφείλουν να αλληλοσυνδέονται και να αλληλοεπηρεάζονται.
Υπό συνθήκες γενικευμένης κρίσης οι διαμάχες σχετικά με τις κλίμακες όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις οξύνονται με τις πολυεθνικές εταιρίες, όπως η μονσάντο, αλλά και τις διεθνικές δομές όπως η ΕΕ, η ΔΤ, το ΔΝΤ, η GGAT κλπ. να διεκδικούν, όπως προείπαμε, τον έλεγχο των περιβαλλοντικών πολιτικών που εφαρμόζονται τοπικά. Και εδώ ανακύπτει νέο πλέγμα αντιφάσεων, καθόσον οι κεντρικές αποφάσεις και οι έλεγχοι είναι ασύμβατοι με φυσικές και κοινωνικές διαδικασίες που πραγματώνονται σε τοπικό επίπεδο. Η ασυμβατότητα έγκειται στο γεγονός ότι η παραγωγή πλούτου πραγματοποιείται μεν με τοπική περιβαλλοντική δαπάνη, όμως κατά μεγάλο ποσοστό μεταφέρεται και αξιοποιείται έξω από τα τοπικά όρια. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ασυμβατότητα συμφερόντων, προτεραιοτήτων και συμπεριφορών που οδηγούν σε συγκρούσεις και ρήξεις της κοινωνικής συναίνεσης. Είναι κρίσιμο, λοιπόν, να εξεταστούν οι ευρύτερες κοινωνικό-οικονομικές αιτίες που πυροδοτούν την ανάδυση των συγκρούσεων κατά την εφαρμογή περιβαλλοντικών πολιτικών και να απαντηθεί το κατά πόσον η επίλυση των συγκρούσεων αυτών μπορεί να επιτευχθεί σε απομόνωση από άλλα κρίσιμα κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα.
Να επαναλάβουμε και πάλι ότι θέση της οικοαριστεράς είναι ότι τα περιβαλλοντικά προβλήματα δε μπορούν να γίνουν κατανοητά σε απομόνωση από τα πολιτικά και οικονομικά σε διασύνδεση με τα οποία έχουν δημιουργηθεί, διαπίστωση που είναι κεντρικής σημασίας για την κατανόηση της έννοιας του «πολιτικοποιημένου» περιβάλλοντος (politicized environment). Πρέπει, επομένως, να εξετάσουμε το πως ως αριστερά διαχειριζόμαστε τους φυσικούς πόρους και επιπρόσθετα να κάνουμε τις απαραίτητες διασυνδέσεις ανάμεσα στις ατομικές πρακτικές και τις ευρύτερες οικονομικές διαδικασίες. Η έμφαση της οικοαριστεράς στη διασύνδεση ανάμεσα στην πολιτική οικονομία και την πραγματική κατάσταση του περιβάλλοντος προσφέρει μία σημαντική δυνατότητα κατανόησης δομών και διαδικασιών, οι οποίες στη διαλεκτική τους αλληλεπίδραση μπορούν να προσφέρουν προοπτική στην κοινωνική και περιβαλλοντική δυναμική. Τελικά, για την οικοαριστερά το ερώτημα σχετίζονται άμεσα με την άσκηση της εξουσίας ή αλλιώς με το ποιος ελέγχει τι, για ποιο σκοπό, με τι αποτέλεσμα, με ποιο τρόπο, με άλλα λόγια ποιος χάνει και ποιος κερδίζει.
Συμπληρωματικά με τα μύρια άλλα, η οικοαριστερά ενδιαφέρεται ισχυρά και για την κλίμακα των επιχειρούμενων παρεμβάσεων στο περιβάλλον που συνήθως επικεντρώνουν στην εκμετάλλευση μέχρι τελικής πτώσεως μιας και μόνο πλουτοπαραγωγικής πηγής (πετρέλαιο, χρυσός, άνθρακας, ξυλεία κλπ). Αυτό επειδή έχει πλήρη συνείδηση ότι οι κεντρικές παρεμβάσεις μεγάλης κλίμακας επιβάλουν την ένταξη των τοπικών κοινωνιών που διέθεταν παραδοσιακά σχετική αυτονομία στην περιφέρεια της διεθνοποιημένης καπιταλιστικής οικονομίας. Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι η διακινδύνευση της τοπικότητας σε όλα τα επίπεδα, οικονομικό, πολιτικό, εκείνο του πολιτισμού κι ετούτο της περιβαλλοντικής συνείδησης. Ακόμη, η οικοαριστερά αντιλαμβάνεται ότι η πρόσδεση βασικών παραμέτρων της κοινωνικής ζωής μιας περιοχής σε έναν και μοναδικό περιβαλλοντικό πόρο, πράγμα που συνήθως επιδιώκουν οι μεγάλης κλίμακας παρεμβάσεις, ενέχει τον κίνδυνο κοινωνικής κατάρρευσης όταν αυτός συμβεί να απαξιωθεί. Και εκτιμά ακόμα ότι συνήθως οι τοπικές κοινωνίες συναισθάνονται τον κίνδυνο και διαβιούν υπό το κράτος αυτής της εκκρεμότητας.
Εν όψει όλων αυτών των διακινδυνεύσεων η οικοαριστερά προβάλει την αδήριτη ανάγκη να μειωθεί η κλίμακα της περιβαλλοντικής διακυβέρνησης καθώς και την ανάγκη να δημιουργηθούν οικολογικά δίκτυα τοπικής εμβέλειας. Παρόλο τοπικά, τούτα τα δίκτυα αναλαμβάνουν στρατηγικό ρόλο σχετικά με τη στοχοθεσία, την οργάνωση σχημάτων χρηματοδότησης και τη διεκπεραίωση της περιβαλλοντικής διαχείρισης μέσα από διαδικασίες διαμόρφωσης συναίνεσης. Κι εδώ πλησιάζουμε στην καρδιά της προβληματικής της οικοαριστεράς αφού το ζήτημα οργάνωσης της συναίνεσης μοιάζει να σπονδυλώνει ολόκληρη τη συζήτηση σχετικά με τη διακυβέρνηση.
Υπό την πίεση της ΕΕ δημιουργήθηκε πριν λίγα χρόνια ένας νέος θεσμός περιβαλλοντικής διακυβέρνησης που ανταποκρίνονταν σε μεγάλο βαθμό στις αντιλήψεις της οικοαριστεράς, οι Φορείς Διαχείρισης προστατευομένων περιοχών. Πρόκειται για ετερογενή δίκτυα ανώτερου επιπέδου που συγκροτούνται από τα επιμέρους δίκτυα ή και φορείς που δραστηριοποιούνται στην κάθε περιοχή. Άλλα από αυτά τα επιμέρους δίκτυα, όπως το WWF, η ορνιθολογική εταιρεία, η ΜΟΜ κλπ. ανήκουν στη σφαίρα της κοινωνίας των πολιτών, άλλα, όπως οι τοπικές συνεταιριστικές οργανώσεις, εκπροσωπούν τοπικές παραγωγικές δραστηριότητες, άλλα αποτελούν βαθμίδες της τοπικής αυτοδιοίκησης (διαμερίσματα, δήμοι, νομαρχίες) και μερικά ανήκουν στο κεντρικό κράτος. Εντέλει, ο Φορέας Διαχείρισης είναι ένα υβρίδιο που τον οικοδομούν, Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, Παραγωγικοί Φορείς, στοιχεία των Τοπικών και της Κεντρικής Κυβέρνησης. Μερικά από αυτά τα μορφώματα θέτουν ως στόχο τους την προάσπιση αυτού που είναι οικολογικώς ορθό, άλλα επιδιώκουν το συνδικαλιστικώς ορθό και άλλα το πολιτικώς ορθό.
Με την εκπροσώπηση όλων των επιπέδων όπου συναρθρώνεται η κοινωνική ζωή των ανθρώπων, ο Φορέας Διαχείρισης δε συγκροτεί μια άλλη μορφή της κοινωνίας των πολιτών ούτε όμως και αποτελεί το μακρύ χέρι του κράτους. Διαβλέποντας ότι ο ρόλος που θα μπορούσαν να παίξουν οι φορείς διαχείρισης βγαίνει έξω από τα πρότυπα διακυβέρνησης που οι ίδιες οριοθετούν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ πρώτα και της ΝΔ μετά οδήγησαν το όλο εγχείρημα αρχικά στο μαρασμό και από κει στην απαξίωση. Όμως ούτε και η πλευρά της αριστερά αντιλήφθηκε το μέγεθος του εγχειρήματος και δεν έδωσε την οφειλόμενη μάχη για τη στήριξή του.
Για την οικοαριστερά ο Φορέας Διαχείρισης θα μπορούσε να αποτελέσει το συγκρουσιακό χώρο πολυεπίπεδης εκπροσώπησης, όπου δημιουργούνται συνθήκες έντιμης και επίμονης διαπραγμάτευσης των διαφορών αφού, όπως έχει αποδειχθεί, ο μόνος αποτελεσματικός μηχανισμός περιβαλλοντικής διαχείρισης είναι η συναίνεση που προσδίδει ηθικό κύρος και διασφαλίζει την αποτελεσματικότητα της πολιτικής παρέμβασης του Φορέα Διαχείρισης. Ταυτόχρονα ο Φορέας Διαχείρισης αποτελεί προνομιακό χώρο διαμόρφωσης και αποτελεσματικό εργαλείο υλοποίησης συνεργατικής διαχείρισης των φυσικών πόρων.
Θα επιμείνουμε ότι κάθε μορφή συνεργατικής διαχείρισης των φυσικών πόρων είναι από τη φύση της μια πολιτική διαδικασία. Η συνεργατική διαχείριση δε μπορεί να γίνει κατανοητή ως ένας τρόπος πέραν της πολιτικής, αλλά, αντίθετα, ως ένας διαφορετικός τρόπος άσκησης πολιτικής. Επομένως, η αριστερά θεωρεί ότι θα ήταν λάθος για τους συμμετέχοντες να δημιουργούν την αυταπάτη ότι οι σχέσεις εξουσίας είναι λιγότερο σημαντικές σε ανεπίσημες διαπραγματεύσεις – ότι απλά επειδή κάθισαν σ’ ένα κοινό τραπέζι διαπραγματεύσεων έγιναν ίσοι με τους αντιπάλους τους. Για την ακρίβεια, η ποικιλία των συμμετεχόντων καθιστά τη διαπραγμάτευση ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο εγχείρημα, ειδικά αν λάβουμε υπόψη μας τις τεράστιες διαφορές, πολιτισμικές, ταξικές, εθνικές, σε σχέση με το φύλο κ.ά., αλλά και τις διαφορές στις δυνατότητες παρέμβασης που αυτές παράγουν. Με το να δημιουργεί μη ρεαλιστικές προσδοκίες για συμφωνία ανάμεσα σε αντιτιθέμενους φορείς, η χωρίς όρους χρήση συναινετικών διαδικασιών σε περιβαλλοντικές συγκρούσεις, όπου διακυβεύονται αντιθετικά συμφέροντα και αντιλήψεις για τη φύση, ενδυναμώνει την απάθεια και την αδιαφορία. Ακόμη, όταν αποδέχεται ότι μία γνώμη είναι τόσο καλή όσο μια άλλη ανεξάρτητα από επιχειρηματολογίες, ενδείξεις και αποδείξεις τότε νομιμοποιεί την περιβαλλοντική καταστροφή. Μια τέτοια διαδικασία λήψης αποφάσεων μπορεί, εν τέλει, να καταστείλει την ανοιχτή δημόσια συζήτηση με το να μεροληπτεί υπέρ της συμφωνίας την ίδια ώρα που υποβαθμίζει το αντεπιχείρημα.
Στο πλαίσιο μιας καλά σχεδιασμένης στρατηγικής περιβαλλοντικής διαχείρισης σε τοπικό, εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, η διαμόρφωση αρχών και διαδικασιών όπως οι παραπάνω θα μπορούσαν να συνεισφέρουν θετικά στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και ακόμη περισσότερο, να διασφαλίζουν σε ικανό βαθμό τη δυνατότητα εφαρμογής τους. Δυστυχώς όμως σήμερα το πλαίσιο καθορίζεται κατά κύριο λόγο από εξωτερικούς, των φορέων διαχείρισης, παράγοντες όπως η ύπαρξη η όχι εθνικής στρατηγικής και πολιτικής βούλησης, η απουσία των οποίων κάνει σχεδόν αδύνατη την όποια προσπάθεια επιτυχούς εφαρμογής περιβαλλοντικής πολιτικής στην Ελλάδα.
Εν κατακλείδι, το νέο μοντέλο λήψης αποφάσεων που ιχνογραφούν οι φορείς διαχείρισης, με το να προωθεί την επίμονη και έντιμη διαπραγμάτευση και να δίνει έμφαση στην ανάδειξη της διαφωνίας ως βασικού στοιχείου κατανόησης της πραγματικότητας, μπορεί να προσφέρει ένα πρακτικό μέσο για τη ενεργή συμμετοχή του κοινού στην πολιτική προστασίας του περιβάλλοντος, χωρίς να εγκαταλειφθούν, τόσο η προσπάθεια εύρεσης λύσεων όσο και οι επιστημονικές προσεγγίσεις των ζητημάτων. Αντίστοιχα, μια τέτοιου είδους κοινωνική συμμετοχή, θεμελιωμένη στην έντιμη ανταλλαγή επιχειρημάτων και όχι στην επίπλαστη συμφωνία, αν και δεν αλλάζει άμεσα τις κοινωνικές ιεραρχίες που οδήγησαν στην περιβαλλοντική υποβάθμιση, τουλάχιστον διευρύνει τη γνώση και εγείρει το ενδιαφέρον για τις δομές και τις διαδικασίες που είναι υπεύθυνες για αυτή την υποβάθμιση, μέσα από τον συνεχή διάλογο και τις συζητήσεις που ενεργοποιεί.
Μια προηγούμενη εκδοχή αυτού του κειμένου είχε αναρτηθεί στη διεύθυνση:
http://socialist-ecology.blogspot.gr/2009/04/blog-post.html
Γ. Στάμου και Γ. Παντής
Το πλαίσιο παρέμβασης της οικολογικής αριστεράς
Περίπου από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 και μετά, τα ζητήματα που σχετίζονται με το περιβάλλον βρέθηκαν στην επικαιρότητα και συγκεντρώνουν όλο και μεγαλύτερο μέρος της προσοχής επιστημόνων αλλά και πολιτικών και κοινωνικών φορέων. Οι ορατές οικολογικές επιπτώσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης πυροδότησαν την εμφάνιση όχι μόνο άρθρων και δημοσιεύσεων που άρχισαν να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου αλλά και σειράς οικολογικών κινημάτων και πολιτικών κομμάτων. Σήμερα, σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο υπάρχει ένα συνεχώς διογκούμενο πλήθος ανθρώπων και φορέων που ασχολούνται με την περιβαλλοντική πολιτική και το οποίο έχει διαμορφώσει και συνεχίζει να διαμορφώνει ένα περίπλοκο πλέγμα από ιδέες, οδηγίες, πρωτόκολλα και νόμους σχεδιασμένα έτσι ώστε να μετριάσουν τις συνέπειες από συγκεκριμένες ανθρώπινες χρήσεις της φύσης και να προστατεύσουν το Φυσικό Περιβάλλον.
Δυστυχώς η δραστηριοποίηση της διεθνούς αριστεράς καθυστέρησε δραματικά. Αντίθετα, χρησιμοποιώντας την προσφιλή του μέθοδο που διαπλέκει μισές αλήθειες και άλλες τόσες αποσιωπήσεις, ψέματα και διαστρεβλώσεις, ο φιλελευθερισμός ανέλαβε την πρωτοβουλία των κινήσεων. Η φιλελεύθερη επιχειρηματολογία για το περιβάλλον αναπτύσσεται από θέσεις που μοιάζουν -χωρίς όμως και να είναι- οικοκεντρικές και η διαπραγμάτευση των ζητημάτων γίνεται με όρους ανεπαρκειών της αγοράς ή όταν αυτό δε φτάνει, με όρους οικολογικού εκσυχρονισμού.
Σήμερα, οι θεμελιακές προκείμενες αυτού του ‘οικολογικού εκσυγχρονισμού’ έχουν ως εξής:
(α) Ζούμε σε ένα ‘πλανητικό χωριό’, χωρίς ταξικούς και εθνικούς φραγμούς, σε ένα περιβάλλον που πρέπει να προστατεύσουμε για το καλό όλων μας.
(β) Ταυτόχρονα ζούμε και στο ‘τέλος της ιστορίας’ και της ταξικής πάλης. Ο καπιταλισμός δεν αμφισβητείται ως τρόπος παραγωγής.
Για τον ‘οικολογικό εκσυγχρονισμό’ η αειφορική ανάπτυξη είναι το νέο ένδυμα που φορά κάθε φορά που προτείνει ‘λύσεις’ για το κάθε οικολογικό πρόβλημα, που όμως δεν προϋποθέτουν αλλά ούτε και απολήγουν σε καμιά κοινωνική αλλαγή. Αντίστοιχα, ο κατάλληλος τρόπος λήψης αποφάσεων, ώστε να εξασφαλιστεί η συναίνεση, είναι κατ’ αυτόν η περιβαλλοντική διακυβέρνηση, που δεν είναι τίποτα άλλο από μια ταξικά ουδέτερη συμμετοχική δημοκρατία.Τελικά, για τον ‘οικολογικό εκσυγχρονισμό’ το οικολογικό πλαίσιο αναφοράς είναι εκείνο που διαμορφώνει η παγκοσμιοποίηση, βασικός στόχος είναι η αειφορική διαχείριση των φυσικών πόρων, ενώ η περιβαλλοντική διακυβέρνηση είναι η διαδικασία λήψης αποφάσεων που μπορεί να εγγυηθεί τη συνεναιτική αποδοχή των δύο προηγούμενων.
Στις μέρες μας, ωστόσο, η σύνθετη οικονομική και οικολογική κρίση τείνει να αναστρέψει το κλίμα, με την αριστερά να έρχεται ορμητικά στο προσκήνιο και να επιχειρεί να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Η κριτική της οικοαριστεράς ξεκινάει από τη στιγμή που τα φυσικά χαρακτηριστικά των πραγμάτων παύουν να λογαριάζονται ως αξίες χρήσης. Για το λόγο αυτό, υποστηρίζει, οι αρχές που κυβερνούν τον κόσμο του φιλελευθερισμού απλοποιούνται τόσο, ώστε να καταλήξει τελικά η κυκλοφορία και η συσώρρευση κεφαλαίου να αποτελεί την αρχή και το τέλος των παραγωγικών διαδικασιών και επομένως το στοιχείο που νοηματοδοτεί τη σχέση της φύσης με την κοινωνία.
Η οικοαριστερά ασκεί την κριτική της από θέσεις που εστιάζουν στις σχέσεις του ατομικού αλλά και του κοινωνικού ανθρώπου με τη φύση και την ιδέα ότι πίσω από κάθε αντίληψη για τη διαχείριση του περιβάλλοντος κρύβεται και μια συγκεκριμένη αντίληψη για τις παραπάνω σχέσεις. Η οικοαριστερά προσλαμβάνει τις σχέσεις αυτές όχι στατικά αλλά στη δυναμική τους, ως παράγωγο της ιστορίας. Ο ορθολογισμός της οργανώνεται γύρω από το επιχείρημα που θέλει την εξέλιξη των κεφαλαιοκρατικών κοινωνιών να πραγματοποιείται με τη χειραγώγηση των πηγών του πλούτου (ανάμεσα στις οποίες βασική θέση κατέχει το φυσικό περιβάλλον), ενώ παρατηρεί ότι αυτό εντείνεται στις μέρες μας, οπότε και η κρίση της διευρυμένης καπιταλιστικής αναπαραγωγής συνδυάζεται με την εκθετικά αναπτυσσόμενη παγκόσμια οικολογική κρίση.
Με βάση το παραπάνω πλαίσιο κριτικής, η οικοαριστερά επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά ότι ο φιλελευθερισμός στέκει τυφλός απέναντι στις επιμέρους διαδικασίες –ανάμεσά τους και οι φυσικές, αλλά και απέναντι στα προϊόντα αυτών των διαδικασιών. Υποστηρίζει ότι η μονομέρεια και η ασύμμετρη σκέψη, με το βάρος να πέφτει στην κοινωνία, υποχρεώνουν το φιλελευθερισμό να αντιπαραθέτει τη φύση απέναντι στην κοινωνία και να αντιμετωπίζει το περιβαλλοντικό πρόβλημα με όρους αντιθέσεων που λύνονται πάντοτε με το κόστος να καταλογίζεται αποκλειστικά στη φύση. Πρόκειται για την περίφημη εξωτερίκευση του περιβαλλοντικού κόστους, που επί της ουσίας σημαίνει υποταγή της φύσης.
Η οικοαριστερά θα διαπιστώσει τέσσερεις βασικές αντιφάσεις της σύγχρονης φιλελεύθερης κοινωνίας που σχετίζονται με τη διαχείριση του περιβαλλοντικού ζητήματος:
1. στο πλαίσιο της φιλελεύθερης αγοράς η πολυπλοκότητα και η ποικιλότητα που χαρακτηρίζουν τον πραγματικό φυσικό κόσμο αγνοούνται.
2. η αίρεση των φυσικών οντοτήτων έξω από το οικολογικό τους πλαίσιο καθόσον σε αυτές αποδίδεται αποκλειστικά οικονομική αξία, καθώς και η εξωτερίκευση του περιβαλλοντικού κόστους, υποβαθμίζει τις ίδιες τις συνθήκες της παραγωγής. Έτσι, αφενός δυσκολεύει η διαδικασία παραγωγής προϊόντων και αφετέρου ακριβαίνει η παραγωγή. Το τελευταίο συμβαίνει επειδή αντί να επανεπενδυθεί, μέρος του υπερπροϊόντος θα χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση των δυσκολιών που δημιουργεί η υποβάθμιση των συνθηκών της παραγωγής.Τα αποτέλεσμα είναι οι κρίσεις υπο-παραγωγής. Τούτες οι κρίσεις υπο-παραγωγής σε συνδυασμό με τις κλασσικές πληθωριστικές κρίσεις υπερ-παραγωγής είναι υπεύθυνες για την κρίση του σύγχρονου παγκόσμιου συστήματος και εξηγούν σε μεγάλο βαθμό τις δυσκολίες εξόδου από αυτήν.
3. η επιδίωξη να καταργηθεί η εποχικότητα και να συμπιεστεί η διάρκεια των οικορυθμιζόμενων φυσικών διεργασιών που αφορούν στην παραγωγή τροφίμων, προκειμένου να επιταχυνθεί η καπιταλιστική κυκλοφορία και έτσι να μεγιστοποιηθεί η συσσώρευσης, συντείνει στη μεγέθυνση του περιβαλλοντικού προβλήματος και επάγει τις διατροφικές κρίσεις που ξεσπούν όλο και συχνότερα.
4. ο κυριαρχικός ρόλος που αποδίδεται στο συγκεντρωμένο κεφάλαιο αγνοεί το γεγονός ότι στο πλαίσιο των πολυπολικών σύγχρονων κοινωνιών σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν πλήθος διαμορφώσεων όπως είναι τα γραφειοκρατικά δίκτυα, οι κινήσεις πολιτών, ιδεολογικά δίκτυα όπως η εκκλησία, δίκτυα διακίνησης πληροφορίας και κοινωνικής δικτύωσης, αλλά ακόμα και στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος όπως οι αλλαγές στο κλίμα, οι σεισμοί κλπ. Για την οικοαριστερά η διαστρωμάτωση των σύγχρονων κοινωνιών εκφράζεται όχι μονάχα στα επίπεδα της οικονομίας, της πολιτικής και της ιδεολογίας αλλά και στο επίπεδο των σχέσεων του ανθρώπου με τη φύση, πράγματα που δε λαμβάνει καθόλου υπ’ όψη του ο φιλελευθερισμός.
Με βάση όλα τα παραπάνω η οικοαριστερά υποστηρίζει ότι η ιδιομορφία των φυσικών διαδικασιών και των προϊόντων που αυτές γεννούν, είναι ζωτικής σημασίας για την παραγωγική διαδικασία. Αυτό συμβαίνει γιατί εκτός από την εργασία, πηγή πλούτου σ’ αυτό τον κόσμο είναι και η φύση. Πράγμα που θα πει, ότι ο συγκεκριμένος κόσμος που ζούμε είναι πολυποίκιλος και συγκροτείται εκτός των άλλων και από ορυκτά, φυτικά και ζωικά είδη, οικολογικούς σχηματισμούς και τοπία. Κοντολογίς, η οικολογική αριστερά υποστηρίζει ότι οι φυσικές οντότητες δε συνιστούν παθητικά αντικείμενα στη διάθεση του κεφαλαίου αλλά η τοπική φύση υπήρξε και εξακολουθεί να είναι πρωταγωνιστικό στοιχείο για τη ζωή όλων των οργανισμών και των ανθρώπινων κοινωνιών.
Η οικοαριστερα θέτοντας στο επίκεντρο της προβληματικής της την διαλεκτική σχέση κοινωνίας-φύσης και τις συνέπειες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στη διαμόρφωση αυτής της σχέσης ξεφεύγει από επιφανειακές και τεχνοκρατικές προσεγγίσεις και αγγίζει τον πυρήνα του ζητήματος. Οι ακολουθούμενες οικολογικές πολιτικές δεν αντιμετωπίζονται ως ταξικά ουδέτερες αλλά ως πολιτικές που εξυπηρετούν συγκεκριμένα ταξικά συμφέροντα και επομένως έχουν συγκεκριμένα οφέλη και κόστη και μάλιστα κατανεμημένα άνισα. Η καταστροφή των φυσικών πόρων, οι πολιτικές προστασίας και διαχείρισης τους αλλά και οι συγκρούσεις που ανακύπτουν στα διάφορα επίπεδα εφαρμογής αυτών των πολιτικών δεν είναι στενά οικολογικά ζητήματα αφού δε μπορούν να γίνουν κατανοητά στην απομόνωσή τους από το πολιτικό κοινωνικό και οικονομικά πλαίσιο μέσα στα οποία δημιουργούνται.
Επιπρόσθετα, σε τούτο τον κόσμο της οικοαριστεράς έχουμε να κάνουμε όχι απλά με αναγκαίες αλλά, πολύ περισσότερο, με δρώσες φυσικές συνιστώσες της συνεχούς διαδικασίας κυκλοφορίας και συσσώρευσης. Η υλικότητα των φυσικών οντοτήτων στη γεωργία, την αλιεία, την υλοτομία, τη βιομηχανία και το εμπόριο έθετε, θέτει, και θα εξακολουθεί να θέτει ιστορικά όρια στην κεφαλαιακή συσσώρευση. Πρόσφατα, η περίπτωση των τρελών αγελάδων έδειξε τα όρια εκμετάλλευσης του βιολογικού υλικού, η παραβίαση των οποίων επηρέασε όχι μόνο την υγεία των ανθρώπων αλλά συγκλόνισε τη βιομηχανία κρέατος και τη συνολική αγροτική πολιτική στην Ευρώπη. Εδώ θα πρέπει να υπογραμμίσουμε και μάλιστα εμφατικά ότι με κανένα τρόπο τα όρια αυτά δεν είναι απόλυτα και δεν τίθεται από καμιά χωρητικότητα της φύσης ερήμην της κοινωνίας. Στη διαλεκτική λογική της οικοαριστεράς τα φυσικά όρια δεν υπάρχουν πριν από την κοινωνική πράξη όπως και η κοινωνική πράξη δεν υπάρχει πριν από αυτά. Η πράξη δίνει νόημα στα όρια και τα όρια περιορίζουν την πράξη. Οι σημερινές, εκθετικά αυξανόμενες διατροφικές ανάγκες επιβάλουν εντατικοποιημένες τεχνικές εκτροφής και συνακόλουθα αποκτά νόημα η διατύπωση καινούργιων προδιαγραφών ποιότητας και ορίων υγιεινής, Αντίστοιχα, οι νέες προδιαγραφές ορίζουν και τα όρια της εντατικοποίησης και επομένως τις δυνατότητες ικανοποίησης των αναγκών. Προδήλως, δεν υφίστανται φυσικά όρια πριν από τις κοινωνικές ανάγκες, ούτε όμως και φραγμοί στην ικανοποίηση αυτών των αναγκών πριν την αναγνώριση των φυσικών ορίων.
Τέλος -και το σημαντικότερο- είναι ότι η οικοαριστερά είναι σε θέση να προτείνει μια οικολογική ηθική που πηγάζει από την ανάγκη εξοικείωσης των ανθρώπων με τα πράγματα γύρω τους και που απλώνεται από τις βιωματικές σχέσεις και φτάνει στη σκέψη και τη φαντασίωση. Η ηθική μας στάση ξεκινάει απ’ τη μαρξιστική θέση ότι ο άνθρωπος εξωτερικεύει τις δυνάμεις του, τα ταλέντα του, τις δυνατότητές του στα φυσικά αντικείμενα που τον περιβάλλουν. Μέσα από αυτά τα φυσικά αντικείμενα ο άνθρωπος πραγματώνει τις δυνατότητές του και μέσω ενός πολλαπλού συστήματος διαμεσολαβήσεων αποκτά συνείδηση του εαυτού του, διαμορφώνει με άλλα λόγια μέρος της ταυτότητάς του. Έτσι, μέσω της δραστηριότητά του ο ατομικός πρώτα και ο κοινωνικός μετά άνθρωπος κάνει τη (διαμεσολαβημένη) φύση μέρος του εαυτού του, αλλά και τον εαυτό του μέρος της φύσης. Αυτός ο διαλεκτικός τρόπος αντίληψης των σχέσεων του ανθρώπου με τη φύση επιβάλει υποχρεώσεις όχι μόνο απέναντι στους άλλους ανθρώπους αλλά και απέναντι σε κάθε τι φυσικό, αφού αυτή είναι μια υποχρέωση απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, μέρος της ταυτότητάς του οποίου είναι και η φύση γύρω του.
Για την Οικοαριστερά και τη Διακυβέρνηση
Να ξεκινήσουμε την κουβέντα μας με την υπενθύμιση ότι η υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων και η συνακόλουθη υποβάθμισή τους ως αξιών χρήσης αποτέλεσε μία από τις βάσεις που στήριξαν την οικονομική μεγέθυνση των σύγχρονων κοινωνιών. Για το λόγο αυτό η βαθειά κρίση που εμφανίζει το παγκόσμιο σύστημα είναι πέρα από οικονομική και οικολογική.
Σε αυτές τις συνθήκες το ζήτημα του ελέγχου των φυσικών πόρων γίνεται κρίσιμο. Το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο επιδιώκει τον πλήρη έλεγχο των φυσικών πόρων και χρησιμοποιεί κάθε μέσον πίεσης προς τις τοπικές κοινωνίες στις οποίες παραδοσιακά ανήκει η διαχείριση των ελεύθερων αγαθών. Για το λόγο αυτό οι διαδικασίες συγκέντρωσης κεφαλαίου έρχονται να υπονομεύσουν την κοινωνική ειρήνη, με την κοινωνία να απαιτεί την προστασία και την αναβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος προς όφελος των πολιτών.
Για να διασφαλίσει τον έλεγχο των φυσικών πόρων το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο επιδιώκει:
(α) η χάραξη της παγκόσμιας περιβαλλοντικής πολιτικής να μην είναι πλέον υπόθεση μονάχα των εθνικών κρατών, αλλά και διαφόρων φορέων, κυρίως μη κρατικών, όπως ΜΚΟ, πολυεθνικές, διεθνικά μορφώματα όπως ο ΠΟΕ, το ΔΝΤ κλπ. και μάλιστα με αυξημένη συμμετοχή
(β) αυτή η αυξημένη συμμετοχή να οδηγήσει στη δημιουργία νέων θεσμικών φορέων (institutions) που θα διατυπώσουν ένα σύνολο από δομημένα και σταθερά πρότυπα συμπεριφοράς, τα οποία θα καθοδηγούνται και θα υποστηρίζονται από εύκολα αναγνωρίσιμες κοινωνικές αξίες και καθορισμένους κώδικες ορθής διαχείρισης και
(γ) το αναδυόμενο σύστημα της παγκόσμιας διακυβέρνησης να διαθέτει πολυεπίπεδη δομή έτσι ώστε να διαμορφώνει και να εφαρμόζει κανόνες καθώς και να λαμβάνει αποφάσεις σε διαφορετικά επίπεδα, τοπικό, εθνικό, διακρατικό, περιφερειακό και παγκόσμιο. Ωστόσο τα επίπεδα αυτά δε θα πρέπει να λειτουργούν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Αντίθετα, οφείλουν να αλληλοσυνδέονται και να αλληλοεπηρεάζονται.
Υπό συνθήκες γενικευμένης κρίσης οι διαμάχες σχετικά με τις κλίμακες όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις οξύνονται με τις πολυεθνικές εταιρίες, όπως η μονσάντο, αλλά και τις διεθνικές δομές όπως η ΕΕ, η ΔΤ, το ΔΝΤ, η GGAT κλπ. να διεκδικούν, όπως προείπαμε, τον έλεγχο των περιβαλλοντικών πολιτικών που εφαρμόζονται τοπικά. Και εδώ ανακύπτει νέο πλέγμα αντιφάσεων, καθόσον οι κεντρικές αποφάσεις και οι έλεγχοι είναι ασύμβατοι με φυσικές και κοινωνικές διαδικασίες που πραγματώνονται σε τοπικό επίπεδο. Η ασυμβατότητα έγκειται στο γεγονός ότι η παραγωγή πλούτου πραγματοποιείται μεν με τοπική περιβαλλοντική δαπάνη, όμως κατά μεγάλο ποσοστό μεταφέρεται και αξιοποιείται έξω από τα τοπικά όρια. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ασυμβατότητα συμφερόντων, προτεραιοτήτων και συμπεριφορών που οδηγούν σε συγκρούσεις και ρήξεις της κοινωνικής συναίνεσης. Είναι κρίσιμο, λοιπόν, να εξεταστούν οι ευρύτερες κοινωνικό-οικονομικές αιτίες που πυροδοτούν την ανάδυση των συγκρούσεων κατά την εφαρμογή περιβαλλοντικών πολιτικών και να απαντηθεί το κατά πόσον η επίλυση των συγκρούσεων αυτών μπορεί να επιτευχθεί σε απομόνωση από άλλα κρίσιμα κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα.
Να επαναλάβουμε και πάλι ότι θέση της οικοαριστεράς είναι ότι τα περιβαλλοντικά προβλήματα δε μπορούν να γίνουν κατανοητά σε απομόνωση από τα πολιτικά και οικονομικά σε διασύνδεση με τα οποία έχουν δημιουργηθεί, διαπίστωση που είναι κεντρικής σημασίας για την κατανόηση της έννοιας του «πολιτικοποιημένου» περιβάλλοντος (politicized environment). Πρέπει, επομένως, να εξετάσουμε το πως ως αριστερά διαχειριζόμαστε τους φυσικούς πόρους και επιπρόσθετα να κάνουμε τις απαραίτητες διασυνδέσεις ανάμεσα στις ατομικές πρακτικές και τις ευρύτερες οικονομικές διαδικασίες. Η έμφαση της οικοαριστεράς στη διασύνδεση ανάμεσα στην πολιτική οικονομία και την πραγματική κατάσταση του περιβάλλοντος προσφέρει μία σημαντική δυνατότητα κατανόησης δομών και διαδικασιών, οι οποίες στη διαλεκτική τους αλληλεπίδραση μπορούν να προσφέρουν προοπτική στην κοινωνική και περιβαλλοντική δυναμική. Τελικά, για την οικοαριστερά το ερώτημα σχετίζονται άμεσα με την άσκηση της εξουσίας ή αλλιώς με το ποιος ελέγχει τι, για ποιο σκοπό, με τι αποτέλεσμα, με ποιο τρόπο, με άλλα λόγια ποιος χάνει και ποιος κερδίζει.
Συμπληρωματικά με τα μύρια άλλα, η οικοαριστερά ενδιαφέρεται ισχυρά και για την κλίμακα των επιχειρούμενων παρεμβάσεων στο περιβάλλον που συνήθως επικεντρώνουν στην εκμετάλλευση μέχρι τελικής πτώσεως μιας και μόνο πλουτοπαραγωγικής πηγής (πετρέλαιο, χρυσός, άνθρακας, ξυλεία κλπ). Αυτό επειδή έχει πλήρη συνείδηση ότι οι κεντρικές παρεμβάσεις μεγάλης κλίμακας επιβάλουν την ένταξη των τοπικών κοινωνιών που διέθεταν παραδοσιακά σχετική αυτονομία στην περιφέρεια της διεθνοποιημένης καπιταλιστικής οικονομίας. Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι η διακινδύνευση της τοπικότητας σε όλα τα επίπεδα, οικονομικό, πολιτικό, εκείνο του πολιτισμού κι ετούτο της περιβαλλοντικής συνείδησης. Ακόμη, η οικοαριστερά αντιλαμβάνεται ότι η πρόσδεση βασικών παραμέτρων της κοινωνικής ζωής μιας περιοχής σε έναν και μοναδικό περιβαλλοντικό πόρο, πράγμα που συνήθως επιδιώκουν οι μεγάλης κλίμακας παρεμβάσεις, ενέχει τον κίνδυνο κοινωνικής κατάρρευσης όταν αυτός συμβεί να απαξιωθεί. Και εκτιμά ακόμα ότι συνήθως οι τοπικές κοινωνίες συναισθάνονται τον κίνδυνο και διαβιούν υπό το κράτος αυτής της εκκρεμότητας.
Εν όψει όλων αυτών των διακινδυνεύσεων η οικοαριστερά προβάλει την αδήριτη ανάγκη να μειωθεί η κλίμακα της περιβαλλοντικής διακυβέρνησης καθώς και την ανάγκη να δημιουργηθούν οικολογικά δίκτυα τοπικής εμβέλειας. Παρόλο τοπικά, τούτα τα δίκτυα αναλαμβάνουν στρατηγικό ρόλο σχετικά με τη στοχοθεσία, την οργάνωση σχημάτων χρηματοδότησης και τη διεκπεραίωση της περιβαλλοντικής διαχείρισης μέσα από διαδικασίες διαμόρφωσης συναίνεσης. Κι εδώ πλησιάζουμε στην καρδιά της προβληματικής της οικοαριστεράς αφού το ζήτημα οργάνωσης της συναίνεσης μοιάζει να σπονδυλώνει ολόκληρη τη συζήτηση σχετικά με τη διακυβέρνηση.
Υπό την πίεση της ΕΕ δημιουργήθηκε πριν λίγα χρόνια ένας νέος θεσμός περιβαλλοντικής διακυβέρνησης που ανταποκρίνονταν σε μεγάλο βαθμό στις αντιλήψεις της οικοαριστεράς, οι Φορείς Διαχείρισης προστατευομένων περιοχών. Πρόκειται για ετερογενή δίκτυα ανώτερου επιπέδου που συγκροτούνται από τα επιμέρους δίκτυα ή και φορείς που δραστηριοποιούνται στην κάθε περιοχή. Άλλα από αυτά τα επιμέρους δίκτυα, όπως το WWF, η ορνιθολογική εταιρεία, η ΜΟΜ κλπ. ανήκουν στη σφαίρα της κοινωνίας των πολιτών, άλλα, όπως οι τοπικές συνεταιριστικές οργανώσεις, εκπροσωπούν τοπικές παραγωγικές δραστηριότητες, άλλα αποτελούν βαθμίδες της τοπικής αυτοδιοίκησης (διαμερίσματα, δήμοι, νομαρχίες) και μερικά ανήκουν στο κεντρικό κράτος. Εντέλει, ο Φορέας Διαχείρισης είναι ένα υβρίδιο που τον οικοδομούν, Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, Παραγωγικοί Φορείς, στοιχεία των Τοπικών και της Κεντρικής Κυβέρνησης. Μερικά από αυτά τα μορφώματα θέτουν ως στόχο τους την προάσπιση αυτού που είναι οικολογικώς ορθό, άλλα επιδιώκουν το συνδικαλιστικώς ορθό και άλλα το πολιτικώς ορθό.
Με την εκπροσώπηση όλων των επιπέδων όπου συναρθρώνεται η κοινωνική ζωή των ανθρώπων, ο Φορέας Διαχείρισης δε συγκροτεί μια άλλη μορφή της κοινωνίας των πολιτών ούτε όμως και αποτελεί το μακρύ χέρι του κράτους. Διαβλέποντας ότι ο ρόλος που θα μπορούσαν να παίξουν οι φορείς διαχείρισης βγαίνει έξω από τα πρότυπα διακυβέρνησης που οι ίδιες οριοθετούν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ πρώτα και της ΝΔ μετά οδήγησαν το όλο εγχείρημα αρχικά στο μαρασμό και από κει στην απαξίωση. Όμως ούτε και η πλευρά της αριστερά αντιλήφθηκε το μέγεθος του εγχειρήματος και δεν έδωσε την οφειλόμενη μάχη για τη στήριξή του.
Για την οικοαριστερά ο Φορέας Διαχείρισης θα μπορούσε να αποτελέσει το συγκρουσιακό χώρο πολυεπίπεδης εκπροσώπησης, όπου δημιουργούνται συνθήκες έντιμης και επίμονης διαπραγμάτευσης των διαφορών αφού, όπως έχει αποδειχθεί, ο μόνος αποτελεσματικός μηχανισμός περιβαλλοντικής διαχείρισης είναι η συναίνεση που προσδίδει ηθικό κύρος και διασφαλίζει την αποτελεσματικότητα της πολιτικής παρέμβασης του Φορέα Διαχείρισης. Ταυτόχρονα ο Φορέας Διαχείρισης αποτελεί προνομιακό χώρο διαμόρφωσης και αποτελεσματικό εργαλείο υλοποίησης συνεργατικής διαχείρισης των φυσικών πόρων.
Θα επιμείνουμε ότι κάθε μορφή συνεργατικής διαχείρισης των φυσικών πόρων είναι από τη φύση της μια πολιτική διαδικασία. Η συνεργατική διαχείριση δε μπορεί να γίνει κατανοητή ως ένας τρόπος πέραν της πολιτικής, αλλά, αντίθετα, ως ένας διαφορετικός τρόπος άσκησης πολιτικής. Επομένως, η αριστερά θεωρεί ότι θα ήταν λάθος για τους συμμετέχοντες να δημιουργούν την αυταπάτη ότι οι σχέσεις εξουσίας είναι λιγότερο σημαντικές σε ανεπίσημες διαπραγματεύσεις – ότι απλά επειδή κάθισαν σ’ ένα κοινό τραπέζι διαπραγματεύσεων έγιναν ίσοι με τους αντιπάλους τους. Για την ακρίβεια, η ποικιλία των συμμετεχόντων καθιστά τη διαπραγμάτευση ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο εγχείρημα, ειδικά αν λάβουμε υπόψη μας τις τεράστιες διαφορές, πολιτισμικές, ταξικές, εθνικές, σε σχέση με το φύλο κ.ά., αλλά και τις διαφορές στις δυνατότητες παρέμβασης που αυτές παράγουν. Με το να δημιουργεί μη ρεαλιστικές προσδοκίες για συμφωνία ανάμεσα σε αντιτιθέμενους φορείς, η χωρίς όρους χρήση συναινετικών διαδικασιών σε περιβαλλοντικές συγκρούσεις, όπου διακυβεύονται αντιθετικά συμφέροντα και αντιλήψεις για τη φύση, ενδυναμώνει την απάθεια και την αδιαφορία. Ακόμη, όταν αποδέχεται ότι μία γνώμη είναι τόσο καλή όσο μια άλλη ανεξάρτητα από επιχειρηματολογίες, ενδείξεις και αποδείξεις τότε νομιμοποιεί την περιβαλλοντική καταστροφή. Μια τέτοια διαδικασία λήψης αποφάσεων μπορεί, εν τέλει, να καταστείλει την ανοιχτή δημόσια συζήτηση με το να μεροληπτεί υπέρ της συμφωνίας την ίδια ώρα που υποβαθμίζει το αντεπιχείρημα.
Στο πλαίσιο μιας καλά σχεδιασμένης στρατηγικής περιβαλλοντικής διαχείρισης σε τοπικό, εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, η διαμόρφωση αρχών και διαδικασιών όπως οι παραπάνω θα μπορούσαν να συνεισφέρουν θετικά στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και ακόμη περισσότερο, να διασφαλίζουν σε ικανό βαθμό τη δυνατότητα εφαρμογής τους. Δυστυχώς όμως σήμερα το πλαίσιο καθορίζεται κατά κύριο λόγο από εξωτερικούς, των φορέων διαχείρισης, παράγοντες όπως η ύπαρξη η όχι εθνικής στρατηγικής και πολιτικής βούλησης, η απουσία των οποίων κάνει σχεδόν αδύνατη την όποια προσπάθεια επιτυχούς εφαρμογής περιβαλλοντικής πολιτικής στην Ελλάδα.
Εν κατακλείδι, το νέο μοντέλο λήψης αποφάσεων που ιχνογραφούν οι φορείς διαχείρισης, με το να προωθεί την επίμονη και έντιμη διαπραγμάτευση και να δίνει έμφαση στην ανάδειξη της διαφωνίας ως βασικού στοιχείου κατανόησης της πραγματικότητας, μπορεί να προσφέρει ένα πρακτικό μέσο για τη ενεργή συμμετοχή του κοινού στην πολιτική προστασίας του περιβάλλοντος, χωρίς να εγκαταλειφθούν, τόσο η προσπάθεια εύρεσης λύσεων όσο και οι επιστημονικές προσεγγίσεις των ζητημάτων. Αντίστοιχα, μια τέτοιου είδους κοινωνική συμμετοχή, θεμελιωμένη στην έντιμη ανταλλαγή επιχειρημάτων και όχι στην επίπλαστη συμφωνία, αν και δεν αλλάζει άμεσα τις κοινωνικές ιεραρχίες που οδήγησαν στην περιβαλλοντική υποβάθμιση, τουλάχιστον διευρύνει τη γνώση και εγείρει το ενδιαφέρον για τις δομές και τις διαδικασίες που είναι υπεύθυνες για αυτή την υποβάθμιση, μέσα από τον συνεχή διάλογο και τις συζητήσεις που ενεργοποιεί.