Οικολογία
και κρίση – για τη σχέση της κοινωνίας με τη φύση
Η Πρόσληψη των Σχέσεων του Κοινωνικού Ανθρώπου με τη Φύση
Γ.Π. Στάμου
Θα επιχειρήσω να διαπραγματευτώ το θέμα μου στο έδαφος του κριτικού ρεαλισμού όπου αναγνωρίζεται η αντικειμενική ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου εκεί έξω και μάλιστα του παραχωρείται η προτεραιότητα πάνω στη σκέψη. Την ίδια όμως στιγμή γίνεται αποδεκτό ότι ο εξωτερικός αυτός κόσμος δεν είναι προσεγγίσιμος στην ολότητά του από την εμπειρία. Αντίθετα, η γνώση αυτού του κόσμου εκεί έξω δεν παράγεται μέσα από απλές και ευθείες αντανακλάσεις του πραγματικού πάνω στη σκέψη αλλά απαιτεί ειδικές μεθοδολογίες.
Συγκεκριμένα, ο κριτικός ρεαλισμός περιγράφει μια διαστρωματωμένη πραγματικότητα. Σε ένα βαθύτερο επίπεδο υποθέτει την ύπαρξη μηχανισμών βάθους που παράγουν γεγονότα. Η φύση αυτών των γενεσιουργών μηχανισμών όπως και τα γεγονότα που αυτοί παράγουν δεν είναι εμπειρικά προσεγγίσιμα. Σε ένα δεύτερο, λιγότερο βαθύ επίπεδο απαιτεί την ύπαρξη συνθηκών που ενδεχομένως θα επιτρέψουν ή όχι στα γεγονότα βάθους να έρθουν στην επιφάνεια αλλά και θα καθορίσουν τη μορφή και το νόημα με τα οποία αυτά θα αναδυθούν εκεί. Το στοιχεία λοιπόν αυτού του τρίτου, του επιφανειακού επιπέδου είναι και τα μόνα τα οποία είναι προσεγγίσιμα εμπειρικά. Τέλος, η αιτιότητα είναι διπλής διεύθυνσης, με τις αιτιακές αλυσίδες να αναπτύσσονται τόσο προς τα πάνω όσο και προς τα κάτω.
Ακολουθώντας το παραπάνω σχήμα αρχικά θα επιδιώξω να περιγράψω τους μηχανισμούς βάθους που γενούν εκείνα τα στοιχεία της ανθρώπινης ταυτότητας που σχετίζονται με το φυσικό περιβάλλον. Στη συνέχεια θα σταθώ στις συνθήκες του δευτέρου επιπέδου και θα σκιαγραφήσω τα αρχετυπικά εκείνα σχήματα που οργανώνουν τα ταυτοτικά στοιχεία που γεννήθηκαν στο βαθύτερο επίπεδο και παράγουν αναπαραστάσεις που σχετίζονται με τη φύση στο επιφανειακό στρώμα. Συγκεκριμένα θα μιλήσω για τον ολισμό, τον ατομοκεντρισμό και τα περιβαλλοντικά υβρίδια. Θα μιλήσω όμως με μεγαλύτερη έμφαση για τη δεύτερη αντίφαση του καπιταλισμού που προσδίδει οικοαριστερή προοπτική στη συζήτηση.
Οι γενεσιουργοί μηχανισμοί βάθους
Θα ξεκινήσω τη διαπραγμάτευση από τους γενεσιουργούς μηχανισμούς βάθους και θα προσπαθήσω να μιλήσω για μια οικολογική ανθρωπολογία, τα βασικά στοιχεία της οποίας θα αναζητήσω στα χειρόγραφα του 1844 και μάλιστα στο εδάφιο όπου ο Μαρξ διαπραγματεύεται την έννοια της αλλοτρίωσης. Αναφέρει συγκεκριμένα εκεί ότι ο άνθρωπος εξωτερικεύει τις δυνάμεις του στο κοινωνικό αλλά και το φυσικό περιβάλλον. Οι δυνάμεις αυτές είναι μυϊκές αλλά και διανοητικές και αισθητικές και ηθικές, ότι τέλος πάντων συγκροτεί τη δυνατότητα του ανθρώπου να αντιλαμβάνεται και να παρεμβαίνει. Θα διακινδυνεύσω να θεωρήσω ότι τα παραπάνω μπορούν να αναγνωστούν σε αναφορά τόσο με τον κοινωνικό όσο και με τον ατομικό άνθρωπο. Με άλλα λόγια θα θεωρήσω ότι σε ένα βαθμό το σύμπλοκο των δυνάμεων που θα εξωτερικευτούν προσδιορίζεται ιδιοσυγκρασιακά, σε μεγάλο όμως βαθμό αυτό θα καθοριστεί και από τη θέση του καθενός στο πλαίσιο του κοινωνικού καταμερισμού. Άλλες δυνάμεις θα εξωτερικεύσει ο οικοδόμος και άλλες ο δάσκαλος.
Το σημαντικό που υπογραμμίζουν τα χειρόγραφα είναι ότι μέσα από αυτή την εξωτερίκευση ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και τις δυνατότητές του, ή, καλύτερα, αποκτά συνείδηση του εαυτού του. Και πάνε λίγο παρακάτω για να μας πουν ότι με τον τρόπο αυτό ο άνθρωπος φυσικοποιείται, που στο πλαίσιο στο οποίο αναπτύσσεται η κουβέντα θα πει ότι αποκτά συνείδηση όχι μόνο της κοινωνικής αλλά και της υλικής του υπόστασης και γενικότερα των σχέσεών του με τους άλλους ανθρώπου αλλά και με τη φύση.
Ο Μαρξ θα το πάει ακόμα πάρα κάτω και θα μας πει ότι την ίδια στιγμή ο άνθρωπος ιδιοποιείται μέρος της φύσης προκειμένου να ικανοποιήσει τις ανάγκες του. Και πάλι εδώ το συγκείμενο θέλει τις ανάγκες να είναι υλικές, αλλά και πνευματικές και αισθητικές και ηθικές. Με τον τρόπο αυτό, η φύση εξανθρωπίζεται, που στο ίδιο πάντα συμφραζόμενο θέλει τον άνθρωπο να προσδίδει το δικό του ανθρώπινο νόημα στα φυσικά πράγματα. Μάλιστα, σε κάποιο άλλο εδάφιο αναφέρεται ότι δεν υφίσταται ανέγγιχτη φύση, αυτή είναι ανθρωπογενής στο σύνολό της. Σήμερα, η συζήτηση για τα παγκόσμια περιβαλλοντικά προβλήματα, ας πούμε την όξινη βροχή, το φαινόμενο του θερμοκηπίου και εκείνο της κλιματικής αλλαγής, καθιστά πρόδηλο αυτό που γράφτηκε πάνω από 150 χρόνια πριν.
Σύμφωνα λοιπόν με την ανθρωπολογία που μόλις σκιαγράφησα, η ανθρώπινη πράξη και η εμπειρία που προκύπτει από αυτή εγγράφει στην ατομική αλλά και την κοινωνική συνείδηση και στοιχεία που σχετίζονται με το φυσικό περιβάλλον. Έτσι, στοιχεία σχετικά με τη φύση αποτελούν μόνιμες συνιστώσες της ανθρώπινης συνείδησης, δηλαδή της ανθρώπινης ταυτότητας.
Ως μόνιμα στοιχεία της ανθρώπινης ταυτότητας λοιπόν οι πρωταρχικές και μάλλον στοιχειώδεις αυτές αναπαραστάσεις που γεννιούνται αυθόρμητα στο ανθρώπινο φαντασιακό επάγουν και ηθικές υποχρεώσεις. Σε τούτο όμως το συμφραζόμενο δεν πρόκειται για υποχρεώσεις απέναντι σε ένα περιβάλλον εκεί έξω αλλά για υποχρεώσεις απέναντι στον εαυτό μου, αφού μέρος της συνείδησης μου είναι και στοιχεία που σχετίζονται με τη φύση.
Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι πέρα από τον κοινωνικό, η ανθρωπολογία που προτείνω εδώ θέτει στο επίκεντρο της συζήτησης για την ηθική, - και ειδικότερα για την ηθική της πολιτικής - και τον άνθρωπο ως φυσική, δηλαδή ατομική βιολογική ύπαρξη. Αυτή η βιωματική θεώρηση της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση έχει ως σοβαρότατη πολιτική συνέπεια να μειωθεί η κλίμακα του πολιτικού χώρου και προπάντων ο πολιτικός λόγος να γίνει απτός. Ο τρόπος διαχείρισης των σκουπιδιών της πόλης όπου διαμένω έχει να κάνει άμεσα με την υγεία μου, όπως και η μετατροπή του δάσους του Σεϊχ-Σου σε περιαστικό άλσος έχει άμεση σχέση εκτός από την υγεία μου και με την προσωπική μου αισθητική.
Το συμπέρασμα από όλα τα παραπάνω είναι ότι ως μόνιμο στοιχείο της ανθρώπινης ταυτότητας, η σχέση του ανθρώπου με τη φύση είναι πάντα εκεί παρούσα στο βάθος της συνείδησής του, έτοιμη να κινητοποιήσει την αντίδρασή του απέναντι στο βιασμό του περιβάλλοντος.
Οι ενδιάμεσες συνθήκες και τα ενδεχόμενα
Να ανέβω τώρα ένα επίπεδο και να έρθω να μιλήσω για συνθήκες και ενδεχόμενα. Το ερώτημα στο οποίο καλείται να απαντήσει η συζήτηση είναι το πώς αυτά τα αυθόρμητα ταυτοτικά στοιχεία που γεννιούνται με τον τρόπο που περιέγραψα πιο πάνω διαμεσολαβούνται, διαπλέκονται και κτίζουν από κοινού με άλλα τους κόσμους της ανθρώπινης συνείδησης σχετικά με το περιβάλλον, δηλαδή τα περιβαλλοντικά κοσμοείδωλα.
Κατά πλειονότητα, οι αρχέτυπες ιδέες με βάση τις οποίες οργανώνεται η σχέση του κοινωνικού αλλά και του ατομικού ανθρώπου με τη φύση παράγουν το ολιστικό κοσμοείδωλο, ενώ οι αντίστοιχες μοναδολογικές αντιλήψεις υπήρξαν πάντοτε μειοψηφικές. Η ιδέα του όλον κυριάρχησε για πολλά χρόνια στο χώρο της οικολογίας. Για την εκφορά του ολιστικού λόγου επιστρατεύτηκαν διάφορες έννοιες όπως οικοσύστημα, βιοκοινότητα, υπερ-οργανισμός, πληθυσμός. Ανεξάρτητα πάντως από την έννοια γύρω από την οποία σπονδυλώνεται το ολιστικό κοσμοείδωλο, βασικό του χαρακτηριστικό είναι ο υπερ-καθορισμός των επιμέρους από το όλον. Έτσι, το πεύκο του περιαστικού δάσους του Σεϊχ Σου διαφέρει από το πεύκο του Χολομόντα παρόλο που και τα δύο ανήκουν στο ίδιο φυτικό είδος, αφού το ένα ανήκει στο όλον Σειχ-Σου και το άλλο στο όλον Χολομόντας. Να σημειώσω ακόμα ότι στο ολιστικό συμφραζόμενο η έμφαση πέφτει πάνω στις δομές που συγκροτούν την ολότητα. Για παράδειγμα, την εποχή που η ολότητα ταυτίζονταν με το οικοσύστημα η κουβέντα γινόταν με όρους ροής της ενέργειας ανάμεσα στα διάφορα διακριτά επίπεδα της οικολογικής δομής, δηλαδή τους παραγωγούς, τους καταναλωτές πρώτης τάξης, τους καταναλωτές ανώτερης τάξης και τους αποικοδομητές.
Τα τελευταία χρόνια οι μοναδολογικές, ατομοκεντρικές αντιλήψεις φαίνεται να παίρνουν το πάνω χέρι. Η εκφορά του ατομοκεντρικού λόγου οργανώνεται γύρω από έννοιες, όπως δημογραφικά γεγονότα, ρυθμοί εποικισμού, θανατογόνα αλληλόμορφα, δείκτες γενετικής ποικιλομορφίας. Πρακτικά και χάρη στην αυξημένη ισχύ των σύγχρονων υπολογιστών, η μέθοδος θέτει υπό παρακολούθηση το κάθε ένα άτομο του πληθυσμού, π.χ. το καθένα από τους 1200 περίπου πελεκάνους της Πρέσπας, για όλη του τη ζωή. Σε αντίθεση με το ολιστικό κοσμοείδωλο, βασικό χαρακτηριστικό της ατομοκεντρικής θεώρησης είναι η στοχαστικότητα των φαινομένων. Έτσι, αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η πιθανότητα ένα πουλί να γεννήσει 1, 2, 3, 4 αβγά, το ποσοστό επιβίωσης μετά από ισχυρή διαταραχή στο βιότοπο, η πιθανότητα μετανάστευσης ενός ατόμου κ.ο.κ. Προδήλως, σε τούτο το πλαίσιο η έμφαση πέφτει στις λειτουργίες της γεννητικότητας, της θνησιμότητας, της μετανάστευσης κλπ.
Εσχάτως, και ιδίως στο χώρο της περιβαλλοντικής διαχείρισης αρχίζουν να εισδύουν και άκρως σχεσιοκρατικές και συνάμα σχετικιστικές αντιλήψεις όπως η δικτυακή Αctor Νetwork Τheory, γνωστή με το αρκτικόλεξο ANT, που περιγράφουν σχέσεις ανάμεσα σε περιβαλλοντικά υβρίδια. Παρόλο το ενδιαφέρον αυτών των αντιλήψεων στο πλαίσιο μιας οικοαριστερής διαπραγμάτευσης των ζητημάτων δε θα ήθελα να επεκταθώ εδώ. Θα σημειώσω μονάχα ότι βασικό τους χαρακτηριστικό είναι ο σχετικισμός με την έμφαση να πέφτει στην επιστημολογία.
Εν όψει της δημιουργίας των αρχετυπικών εικόνων που ανέφερα προηγούμενα ορισμένες έννοιες αναλαμβάνουν την ειδική αποστολή να καθοδηγήσουν το χτίσιμο της εικόνας. Αυτές οι έννοιες/οργανωτές, όπως οικοσύστημα, γεννητικότητα κλπ. λειτουργούν έτσι ώστε ναι μεν οι αφηγήσεις να διατηρούν τον τεχνικό τους χαρακτήρα, πλην με τρόπο συμβατό με τις προδιαγραφές του κοινού νου. Έτσι, η ρύπανση του Θερμαϊκού ή η ατμοσφαιρική επιβάρυνση με στερεά παρουσιάζονται μεν με όρους τεχνικούς όπως βιοχωρητικότητα, ανάδραση, αποτελεσματικότητα των μηχανισμών ανακύκλωσης κλπ, με τέτοιο όμως τρόπο ώστε η προστασία του περιβάλλοντος με όρους τεχνολογίας να καθίσταται αυτονόητο, την ίδια στιγμή που οι κοινωνικές αιτιότητες αποσιωπούνται επιμελώς. Κοντολογίς, ρόλος αυτών των κομβικών εννοιών είναι να μεταφράζουν τις κοινωνικές αιτίες σε λογικώς συνεκτικές τεχνικές αφηγήσεις με επίκεντρο τη φύση
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι οι έννοιες/οργανωτές, ανάμεσά τους η βιοποικιλότητα, το οικοσύστημα και άλλες έχουν ελλιπέστατο περιεχόμενο. Αλλά και όταν υπάρχει σχετικά επαρκές περιεχόμενο αυτό συνήθως περιγράφεται αρνητικά. Ένα καλό παράδειγμα εδώ μας παρέχει το περιεχόμενο που έχει η έννοια της βιοκοινότητας. Συγκεκριμένα, ο βασικός μηχανισμός που διέπει την οργάνωση της βιοκοινότητας είναι υποτίθεται ο ανταγωνισμός και το όλο σχήμα δουλεύει με τον ακόλουθο τρόπο: Η βιολογική φύση εφοδιάζει το ιδεατό είδος με ευρεία γκάμα ιδιοτήτων που του επιτρέπουν να επιβιώνει και να αναπαράγεται σε μεγάλο εύρος συνθηκών και να αποικίζει ευρύ φάσμα ενδιαιτημάτων (θεμελιώδης οικοθέση). Ωστόσο, σε πραγματικές συνθήκες, το είδος διαβιώνει υπό την πίεση του διαειδικού ανταγωνισμού οπότε εγκαταλείπει μέρος των δυνατοτήτων του και περιορίζεται στα στενότερα όρια της πραγματοποιούμενης οικοθέσης. Με βάση την επιχειρηματλογία αρνητικού τύπου που περιγράφω πιο πάνω, η συζήτηση οδηγείται στο συμπέρασμα ότι προκειμένου να αποφύγουν τις συνέπειες του ανταγωνισμού οι οργανισμοί οδηγούνται σε ένα είδος διαμερισμού των περιορισμένων φυσικών διαθέσιμων και τελικά στη συνύπαρξη των ειδών και τη βιοποικιλότητα. Τελικά, η συνύπαρξη των ειδών στο πλαίσιο της βιοκοινότητας εμπλέκει α) την ιδέα του διαμερισμού των πόρων ανάλογα με την ανταγωνιστική ισχύ του κάθε είδους (σε χρόνο παρόντα ή παρελθόντα), β) έναν υλικό μηχανισμό που υπόκειται των φαινομένων, τη φυσική επιλογή και γ) μια ιδεολογική, μετωνυμική διαδικασία που ταυτίζεται με τον χωρίς όρους ανταγωνισμό. Οι αναλογίες με τον αρνητικό τρόπο διαπραγμάτευσης εννοιών, όπως εκείνη της ελευθερίας που επιχειρεί ο φιλελευθερισμός είναι νομίζω πρόδηλες.
Αυτό που οφείλω να σημειώσω είναι ότι, ανεξάρτητα από το αρχέτυπο, σε κάθε περίπτωση παρατηρείται μια εμμονή στη μονομερή θεώρηση των υλικών στοιχείων των φυσικο-κοινωνικών διαδικασιών ως αιώνιων. Στο παράδειγμα της γεωργικής παραγωγής αίφνης, είτε τα υλικά αυτά στοιχεία θεωρηθούν εξωτερικά (κλίμα, εδαφική γονιμότητα κλπ), είτε εσωτερικά (το καλλιεργούμενο φυτό) το γεγονός είναι ότι οι υλικοί όροι της παραγωγής θεωρούνται ωσάν να στέκονται πάντοτε εκεί έξω, ιστορικά αναλλοίωτοι.
Συνοψίζοντας διαπιστώνω ότι και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με ιδέες που προωθούν την υπεριστορικότητα, έρχονται δηλαδή να εξοβελίσουν την κοινωνική αιτιότητα και να αναγνώσουν τα πράγματα μέσω ενός τάχατες λογικά συνεκτικού τεχνικού λόγο που υποτίθεται υπαγορεύει ο φυσικός νόμος. Διαπιστώνω ακόμη ότι εδώ πρόκειται για ιδέες που προωθούν την ασυμμετρία με την προτεραιότητα να ανήκει στη φύση καθεαυτή και τους φυσικούς νόμους που υφίστανται εκεί έξω πάντα αναλλοίωτοι.
Για τη διαλεκτική του εδώ και του εκεί
Στην πραγματικότητα ωστόσο, η παραγωγική διαδικασία εκτυλίσσεται εντός της κοινωνίας. Έτσι, ως υλική συνθήκη της παραγωγής η φύση ναι μεν υπακούει σε φυσικές προδιαγραφές, ταυτόχρονα όμως ενέχει και ιστορικότητα οπότε αποκτά και το πλήρες της νόημα εντός του κοινωνικού συγκείμενου. Πρόκειται για τη διαλεκτική του εκεί, δηλαδή της αναλλοίωτης φύσης και του εδώ, δηλαδή της ιστορικής φύσης. Να μείνω στο παράδειγμα της γεωργικής παραγωγής και να μιλήσω για το καλλιεργητικό νερό. Λοιπόν, ασχέτως αν χρησιμοποιείται ως διασπειρόμενο αρδευτικό ή ως ρέον υδροπονικό, το νερό έχει πάντοτε μια φυσική υπόσταση, διαθέτει δηλαδή συγκεκριμένη χημική σύσταση, διαλυτική ικανότητα, αγωγιμότητα, οξύτητα κλπ τα οποία και κυμαίνονται μέσα σε ορισμένα όρια. Ωστόσο οι δύο τύποι νερού που μας ενδιαφέρουν εδώ επιτελούν διαφορετικούς καλλιεργητικούς ρόλους. Έτσι, το ένα χρησιμοποιείται ως ποτιστικό νερό και το άλλο ως υπόστρωμα. Ακόμη, ικανοποιούν διαφορετικές καλλιεργητικές ανάγκες, το ένα καλύπτει τις υδατικές ανάγκες του φυτού, το άλλο ικανοποιεί και διατροφικές ανάγκες. Επίσης, χρησιμοποιούνται με διαφορετικό τρόπο, το ένα διασπείρεται εναέρια το άλλο κυκλοφορεί στο επίπεδο του ριζικού συστήματος κλπ. Τέλος, καθένα εντάσσεται με διαφορετικό τρόπο στη ζωή του φυτού και μερικώς μετέχει και σε διαφορετικές διεργασίες. Προδήλως, άλλες ιδιότητες έχουν ενδιαφέρουν όταν μιλάμε για το αρδευτικό νερό και άλλες όταν πρόκειται για το υδροπονικό νερό.
Το συμπέρασμα εδώ είναι ότι παρά τις προσπάθειες εξοβελισμού της η ιστορικότητα των φαινομένων είναι πάντα εκεί παρούσα έστω και στο βάθος των πραγμάτων ως κρυμμένο δαιμόνιο. Συχνά πυκνά αυτή αναδύεται στην επιφάνεια και έρχεται να ανατρέψει τον επιμελώς τακτοποιημένο κόσμο των αρχέτυπων. Αυτό συμβαίνει για παράδειγμα στην περίπτωση της υδατικής ένδειας ή της αλάτωσης του υδροφόρου ορίζοντα ή της επιβάρυνσης των εδαφών με νιτρικά κ.ά. Σε τέτοιες περιπτώσεις η συγκυρία μπορεί να επιβάλει ακόμα και την αλλαγή του αρδευτικού καθεστώτος, ας πούμε το πέρασμα από τις εκτατικές και υδροβόρες καλλιέργειες έντασης εργασίας στις υδροπονικές καλλιέργειες έντασης κεφαλαίου και τεχνολογίας. Στις περιπτώσεις αυτές καθεστωτικών αλλαγών άλλες ιδιότητες του νερού είναι εκείνες που θα αποκτήσουν την πρωτοκαθεδρία.
Με βάση τη θεώρηση της διαλεκτικής του εκεί και του εδώ η οικοαριστερά κατορθώνει να μιλήσει εναλλακτικά και συγκεκριμένα για τη δεύτερη αντίφαση του καπιταλισμού. Συνοπτικά, η ιδέα αυτή μας περιγράφει το πώς η επιδίωξη κεφαλαιακής συσσώρευσης υποβαθμίζει τις συνθήκες της παραγωγικής διαδικασίας και δημιουργεί την οικολογική κρίση η οποία και επάγει εντέλει κρίσεις υποπαραγωγής. Μας λέει πιο συγκεκριμένα ότι ως συνέπειες της οικολογικής κρίσης οι περιβαλλοντικές επιβαρύνσεις καταγράφονται σε όλες τις φάσεις (στιγμές) της κεφαλαιακής κυκλοφορίας, τη σφαίρα παραγωγή των προϊόντων, σε εκείνη της παραγωγής και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, στη σφαίρα της μεταφοράς των προϊόντων, της πώληση. Αυτό συμβαίνει επειδή η επιτέλεση των διαδικασιών παραγωγής και ανταλλαγής αξιών εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό και από την προσβασιμότητα στα φυσικά διαθέσιμα με την ευρύτατη έννοια του όρου. Επομένως οι ιδιαιτερότητες των οικολογικών σχηματισμών ορθώνουν εμπόδια στη διαδικασία καπιταλιστικής συσσώρευσης. Αυτό παράγει οικολογικές κρίσεις οι οποίες καταλήγουν σε κρίσεις υποπαραγωγής καθόσον, αντί να επανεπενδυθεί παραγωγικά, μέρος του κοινωνικού περισσεύματος επενδύεται στην υπέρβαση των εμποδίων που ορθώνει το οικολογικό σύστημα στις συνθήκες κυκλοφορίας του κεφαλαίου. Για παράδειγμα η υπέρ-χρήση μαζί και η νίτρωση των υπόγειων νερών του θεσσαλικού κάμπου καθιστούν αναγκαία την επένδυση μέρους του κοινωνικού περισσεύματος σε έργα εκτροπής του Αχελώου.
Είναι λογικά αναμενόμενο, άλλοτε οι κλασικές κρίσεις υπερπαραγωγής, άλλοτε οι κρίσεις υποπαραγωγής, άλλοτε κι οι δυο μαζί, να παράγουν και αντιφάσεις οι οποίες θα γίνονται ορατές στη σφαίρα της υλικής παραγωγής και της αναπαραγωγής, αλλά και αντιφατικές αναπαραστάσεις αναφορικά με τη φύση. Για παράδειγμα, στο πλαίσιο μιας ολιστικής λογικής, η φύση του δάσους της Δαδιάς από τη μία πλευρά προστατεύεται, αλλά την ίδια στιγμή μετατρέπεται και σε έκθεμα προς πώληση.
Αυτές οι αντιφάσεις θα εκφράζονται ως αναπαραστάσεις και θα καταγράφονται ως εμπειρικά γεγονότα στο επιφανειακό επίπεδο της διαστρωματωμένης πραγματικότητας. Στο επίπεδο των αναπαραστάσεων, για παράδειγμα, συνυπάρχουν δύο διαφορετικές προσλήψεις της φύσης της Δαδιάς, η αγιοποιημένη φύση που προστατεύεται και η φύση έκθεμα που διατίθεται προς πώληση στους επισκέπτες. Στο επίπεδο των γεγονότων τώρα, ως αγοραίο προϊόν η φύση της Δαδιάς αντιμετωπίζει τον ανταγωνισμό της φύσης των Φερών, του Δέλτα του Έβρου, της Βιστωνίδας κ.ά. Σε αυτό το πλαίσιο ο τοπικός Φορέας Διαχείρισης επιδιώκει να αυξήσει το μερίδιό του σε επισκέπτες, αυτό όμως αυξάνει τις ανάγκες φύλαξης της προστατευόμενης περιοχής, απαιτεί τη διαρκή ανανέωση των εκθεμάτων του κέντρου ενημέρωσης, θέλει αυστηρότερη και αρτιότερη οργάνωση της ενημέρωσης, πιθανότατα διαφημιστικές δαπάνες κ.ά. πράγματα που εντέλει αυξάνουν κατά πολύ το κόστος του παραγόμενου θεάματος.
Ένα συμπέρασμα στο οποίο μας οδηγεί η θεώρηση της οικολογικής ανθρωπολογίας και της δεύτερης αντίφασης είναι ότι οι αγώνες για την οικολογία διαθέτουν τη δική τους αυτονομία. Ναι μεν δεν έχουν ως πρώτο στόχο τους ένα καλύτερο περιβάλλον και όλα τα άλλα έπονται, ούτε αποτελούν όμως και απλό παρακολούθημα της οικονομικής (ταξικής) πάλης. Η ερμηνεία των περιβαλλοντικών αντιφάσεων στο επίπεδο της παραγωγής και της αναπαραγωγής απαιτούν την κατανόηση των νόμων της φύσης τη σύνδεσή τους με τις κοινωνικές διαδικασίες που γεννούν τη δεύτερη αντίφαση. Για παράδειγμα, ο ρυθμός με τον οποίο τρέχουν οι διάφορες φυσιολογικές διεργασίες που ενέχονται στην παραγωγή της ντομάτας, όπως η φωτοσύνθεση, η πρωτεϊνοσύνθεση, ο κύκλος του Kalvin κλπ, έχουν ένα ανώτατο όριο. Όταν όμως οι ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας που απαιτούν ταχύτερους ρυθμούς κυκλοφορίας του κεφαλαίου εξαναγκάζουν σε παραβίαση των φυσικών ρυθμών, τότε οδηγούμαστε συχνά σε διατροφικές κρίσεις, όπως αυτές με τις τρελές αγελάδες, τα βέλγικα πουλερικά και άλλων ουκ εστίν αριθμός. Κατά τούτο η δεύτερη αντίφαση συνιστά στοιχείο/ζιζάνιο που στο επίπεδο της υλικής παραγωγής συμβάλει στην εξάρθρωση της λειτουργίας του μηχανισμού καπιταλιστικής συσσώρευσης στο επίπεδο της οικονομίας. Ταυτόχρονα όμως και διαμέσου της 2ης αντίφασης το περιβαλλοντικό πρόβλημα εντυπώνει στο φαντασιακό αντιφατικές αναπαραστάσεις και με τον τρόπο αυτό συμβάλει στην αποδιάρθρωση των ταυτοτικών συγκροτήσεων και των ισορροπιών που υπαγορεύουν οι αρχετυπικές αναπαραστάσεις της κυρίαρχης οικολογικής αφήγησης. Είναι χαρακτηριστικό εδώ ότι ενώ τα κείμενα που αναρτώνται στα πανώ του κέντρου ενημέρωσης της Δαδιάς μιλούν ολιστικά, το περιεχόμενο και η σύνταξη του εικονικού περιεχομένου παραπέμπουν σε αντιλήψεις μοναδολογικές γιατί έτσι το θέαμα γίνεται περισσότερο θελκτικό.
Το τελικό μου συμπέρασμα λοιπόν σχετικά με την ιδεολογία έχει ως εξής: οι αναπαραστάσεις που συνδέονται με τις οικολογικές αντιφάσεις είναι συνεχώς παρούσες εκεί στο βάθος των πραγμάτων και κρατούν σε διαρκή εκκρεμότητα την τάξη που έχουν εγκαθιδρύσει τα περιβαλλοντικά αρχέτυπα αναφορικά με τις σχέσεις του κοινωνικού ανθρώπου με τη φύση. Επομένως συγκυριακά γεγονότα π.χ. η αυξημένη αιθαλομίχλη στην ατμόσφαιρα των αστικών κέντρων, σε συνδυασμό με το κλείσιμο της Σέλμαν κ.ά, ως επακόλουθο της αυξημένης τιμής του πετρελαίου, πέρα από τις οικονομικές επιπτώσεις, επάγουν δυνάμει και σημαντικές ιδεολογικές ανατροπές βάθους.
Η Πρόσληψη των Σχέσεων του Κοινωνικού Ανθρώπου με τη Φύση
Γ.Π. Στάμου
Θα επιχειρήσω να διαπραγματευτώ το θέμα μου στο έδαφος του κριτικού ρεαλισμού όπου αναγνωρίζεται η αντικειμενική ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου εκεί έξω και μάλιστα του παραχωρείται η προτεραιότητα πάνω στη σκέψη. Την ίδια όμως στιγμή γίνεται αποδεκτό ότι ο εξωτερικός αυτός κόσμος δεν είναι προσεγγίσιμος στην ολότητά του από την εμπειρία. Αντίθετα, η γνώση αυτού του κόσμου εκεί έξω δεν παράγεται μέσα από απλές και ευθείες αντανακλάσεις του πραγματικού πάνω στη σκέψη αλλά απαιτεί ειδικές μεθοδολογίες.
Συγκεκριμένα, ο κριτικός ρεαλισμός περιγράφει μια διαστρωματωμένη πραγματικότητα. Σε ένα βαθύτερο επίπεδο υποθέτει την ύπαρξη μηχανισμών βάθους που παράγουν γεγονότα. Η φύση αυτών των γενεσιουργών μηχανισμών όπως και τα γεγονότα που αυτοί παράγουν δεν είναι εμπειρικά προσεγγίσιμα. Σε ένα δεύτερο, λιγότερο βαθύ επίπεδο απαιτεί την ύπαρξη συνθηκών που ενδεχομένως θα επιτρέψουν ή όχι στα γεγονότα βάθους να έρθουν στην επιφάνεια αλλά και θα καθορίσουν τη μορφή και το νόημα με τα οποία αυτά θα αναδυθούν εκεί. Το στοιχεία λοιπόν αυτού του τρίτου, του επιφανειακού επιπέδου είναι και τα μόνα τα οποία είναι προσεγγίσιμα εμπειρικά. Τέλος, η αιτιότητα είναι διπλής διεύθυνσης, με τις αιτιακές αλυσίδες να αναπτύσσονται τόσο προς τα πάνω όσο και προς τα κάτω.
Ακολουθώντας το παραπάνω σχήμα αρχικά θα επιδιώξω να περιγράψω τους μηχανισμούς βάθους που γενούν εκείνα τα στοιχεία της ανθρώπινης ταυτότητας που σχετίζονται με το φυσικό περιβάλλον. Στη συνέχεια θα σταθώ στις συνθήκες του δευτέρου επιπέδου και θα σκιαγραφήσω τα αρχετυπικά εκείνα σχήματα που οργανώνουν τα ταυτοτικά στοιχεία που γεννήθηκαν στο βαθύτερο επίπεδο και παράγουν αναπαραστάσεις που σχετίζονται με τη φύση στο επιφανειακό στρώμα. Συγκεκριμένα θα μιλήσω για τον ολισμό, τον ατομοκεντρισμό και τα περιβαλλοντικά υβρίδια. Θα μιλήσω όμως με μεγαλύτερη έμφαση για τη δεύτερη αντίφαση του καπιταλισμού που προσδίδει οικοαριστερή προοπτική στη συζήτηση.
Οι γενεσιουργοί μηχανισμοί βάθους
Θα ξεκινήσω τη διαπραγμάτευση από τους γενεσιουργούς μηχανισμούς βάθους και θα προσπαθήσω να μιλήσω για μια οικολογική ανθρωπολογία, τα βασικά στοιχεία της οποίας θα αναζητήσω στα χειρόγραφα του 1844 και μάλιστα στο εδάφιο όπου ο Μαρξ διαπραγματεύεται την έννοια της αλλοτρίωσης. Αναφέρει συγκεκριμένα εκεί ότι ο άνθρωπος εξωτερικεύει τις δυνάμεις του στο κοινωνικό αλλά και το φυσικό περιβάλλον. Οι δυνάμεις αυτές είναι μυϊκές αλλά και διανοητικές και αισθητικές και ηθικές, ότι τέλος πάντων συγκροτεί τη δυνατότητα του ανθρώπου να αντιλαμβάνεται και να παρεμβαίνει. Θα διακινδυνεύσω να θεωρήσω ότι τα παραπάνω μπορούν να αναγνωστούν σε αναφορά τόσο με τον κοινωνικό όσο και με τον ατομικό άνθρωπο. Με άλλα λόγια θα θεωρήσω ότι σε ένα βαθμό το σύμπλοκο των δυνάμεων που θα εξωτερικευτούν προσδιορίζεται ιδιοσυγκρασιακά, σε μεγάλο όμως βαθμό αυτό θα καθοριστεί και από τη θέση του καθενός στο πλαίσιο του κοινωνικού καταμερισμού. Άλλες δυνάμεις θα εξωτερικεύσει ο οικοδόμος και άλλες ο δάσκαλος.
Το σημαντικό που υπογραμμίζουν τα χειρόγραφα είναι ότι μέσα από αυτή την εξωτερίκευση ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και τις δυνατότητές του, ή, καλύτερα, αποκτά συνείδηση του εαυτού του. Και πάνε λίγο παρακάτω για να μας πουν ότι με τον τρόπο αυτό ο άνθρωπος φυσικοποιείται, που στο πλαίσιο στο οποίο αναπτύσσεται η κουβέντα θα πει ότι αποκτά συνείδηση όχι μόνο της κοινωνικής αλλά και της υλικής του υπόστασης και γενικότερα των σχέσεών του με τους άλλους ανθρώπου αλλά και με τη φύση.
Ο Μαρξ θα το πάει ακόμα πάρα κάτω και θα μας πει ότι την ίδια στιγμή ο άνθρωπος ιδιοποιείται μέρος της φύσης προκειμένου να ικανοποιήσει τις ανάγκες του. Και πάλι εδώ το συγκείμενο θέλει τις ανάγκες να είναι υλικές, αλλά και πνευματικές και αισθητικές και ηθικές. Με τον τρόπο αυτό, η φύση εξανθρωπίζεται, που στο ίδιο πάντα συμφραζόμενο θέλει τον άνθρωπο να προσδίδει το δικό του ανθρώπινο νόημα στα φυσικά πράγματα. Μάλιστα, σε κάποιο άλλο εδάφιο αναφέρεται ότι δεν υφίσταται ανέγγιχτη φύση, αυτή είναι ανθρωπογενής στο σύνολό της. Σήμερα, η συζήτηση για τα παγκόσμια περιβαλλοντικά προβλήματα, ας πούμε την όξινη βροχή, το φαινόμενο του θερμοκηπίου και εκείνο της κλιματικής αλλαγής, καθιστά πρόδηλο αυτό που γράφτηκε πάνω από 150 χρόνια πριν.
Σύμφωνα λοιπόν με την ανθρωπολογία που μόλις σκιαγράφησα, η ανθρώπινη πράξη και η εμπειρία που προκύπτει από αυτή εγγράφει στην ατομική αλλά και την κοινωνική συνείδηση και στοιχεία που σχετίζονται με το φυσικό περιβάλλον. Έτσι, στοιχεία σχετικά με τη φύση αποτελούν μόνιμες συνιστώσες της ανθρώπινης συνείδησης, δηλαδή της ανθρώπινης ταυτότητας.
Ως μόνιμα στοιχεία της ανθρώπινης ταυτότητας λοιπόν οι πρωταρχικές και μάλλον στοιχειώδεις αυτές αναπαραστάσεις που γεννιούνται αυθόρμητα στο ανθρώπινο φαντασιακό επάγουν και ηθικές υποχρεώσεις. Σε τούτο όμως το συμφραζόμενο δεν πρόκειται για υποχρεώσεις απέναντι σε ένα περιβάλλον εκεί έξω αλλά για υποχρεώσεις απέναντι στον εαυτό μου, αφού μέρος της συνείδησης μου είναι και στοιχεία που σχετίζονται με τη φύση.
Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι πέρα από τον κοινωνικό, η ανθρωπολογία που προτείνω εδώ θέτει στο επίκεντρο της συζήτησης για την ηθική, - και ειδικότερα για την ηθική της πολιτικής - και τον άνθρωπο ως φυσική, δηλαδή ατομική βιολογική ύπαρξη. Αυτή η βιωματική θεώρηση της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση έχει ως σοβαρότατη πολιτική συνέπεια να μειωθεί η κλίμακα του πολιτικού χώρου και προπάντων ο πολιτικός λόγος να γίνει απτός. Ο τρόπος διαχείρισης των σκουπιδιών της πόλης όπου διαμένω έχει να κάνει άμεσα με την υγεία μου, όπως και η μετατροπή του δάσους του Σεϊχ-Σου σε περιαστικό άλσος έχει άμεση σχέση εκτός από την υγεία μου και με την προσωπική μου αισθητική.
Το συμπέρασμα από όλα τα παραπάνω είναι ότι ως μόνιμο στοιχείο της ανθρώπινης ταυτότητας, η σχέση του ανθρώπου με τη φύση είναι πάντα εκεί παρούσα στο βάθος της συνείδησής του, έτοιμη να κινητοποιήσει την αντίδρασή του απέναντι στο βιασμό του περιβάλλοντος.
Οι ενδιάμεσες συνθήκες και τα ενδεχόμενα
Να ανέβω τώρα ένα επίπεδο και να έρθω να μιλήσω για συνθήκες και ενδεχόμενα. Το ερώτημα στο οποίο καλείται να απαντήσει η συζήτηση είναι το πώς αυτά τα αυθόρμητα ταυτοτικά στοιχεία που γεννιούνται με τον τρόπο που περιέγραψα πιο πάνω διαμεσολαβούνται, διαπλέκονται και κτίζουν από κοινού με άλλα τους κόσμους της ανθρώπινης συνείδησης σχετικά με το περιβάλλον, δηλαδή τα περιβαλλοντικά κοσμοείδωλα.
Κατά πλειονότητα, οι αρχέτυπες ιδέες με βάση τις οποίες οργανώνεται η σχέση του κοινωνικού αλλά και του ατομικού ανθρώπου με τη φύση παράγουν το ολιστικό κοσμοείδωλο, ενώ οι αντίστοιχες μοναδολογικές αντιλήψεις υπήρξαν πάντοτε μειοψηφικές. Η ιδέα του όλον κυριάρχησε για πολλά χρόνια στο χώρο της οικολογίας. Για την εκφορά του ολιστικού λόγου επιστρατεύτηκαν διάφορες έννοιες όπως οικοσύστημα, βιοκοινότητα, υπερ-οργανισμός, πληθυσμός. Ανεξάρτητα πάντως από την έννοια γύρω από την οποία σπονδυλώνεται το ολιστικό κοσμοείδωλο, βασικό του χαρακτηριστικό είναι ο υπερ-καθορισμός των επιμέρους από το όλον. Έτσι, το πεύκο του περιαστικού δάσους του Σεϊχ Σου διαφέρει από το πεύκο του Χολομόντα παρόλο που και τα δύο ανήκουν στο ίδιο φυτικό είδος, αφού το ένα ανήκει στο όλον Σειχ-Σου και το άλλο στο όλον Χολομόντας. Να σημειώσω ακόμα ότι στο ολιστικό συμφραζόμενο η έμφαση πέφτει πάνω στις δομές που συγκροτούν την ολότητα. Για παράδειγμα, την εποχή που η ολότητα ταυτίζονταν με το οικοσύστημα η κουβέντα γινόταν με όρους ροής της ενέργειας ανάμεσα στα διάφορα διακριτά επίπεδα της οικολογικής δομής, δηλαδή τους παραγωγούς, τους καταναλωτές πρώτης τάξης, τους καταναλωτές ανώτερης τάξης και τους αποικοδομητές.
Τα τελευταία χρόνια οι μοναδολογικές, ατομοκεντρικές αντιλήψεις φαίνεται να παίρνουν το πάνω χέρι. Η εκφορά του ατομοκεντρικού λόγου οργανώνεται γύρω από έννοιες, όπως δημογραφικά γεγονότα, ρυθμοί εποικισμού, θανατογόνα αλληλόμορφα, δείκτες γενετικής ποικιλομορφίας. Πρακτικά και χάρη στην αυξημένη ισχύ των σύγχρονων υπολογιστών, η μέθοδος θέτει υπό παρακολούθηση το κάθε ένα άτομο του πληθυσμού, π.χ. το καθένα από τους 1200 περίπου πελεκάνους της Πρέσπας, για όλη του τη ζωή. Σε αντίθεση με το ολιστικό κοσμοείδωλο, βασικό χαρακτηριστικό της ατομοκεντρικής θεώρησης είναι η στοχαστικότητα των φαινομένων. Έτσι, αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η πιθανότητα ένα πουλί να γεννήσει 1, 2, 3, 4 αβγά, το ποσοστό επιβίωσης μετά από ισχυρή διαταραχή στο βιότοπο, η πιθανότητα μετανάστευσης ενός ατόμου κ.ο.κ. Προδήλως, σε τούτο το πλαίσιο η έμφαση πέφτει στις λειτουργίες της γεννητικότητας, της θνησιμότητας, της μετανάστευσης κλπ.
Εσχάτως, και ιδίως στο χώρο της περιβαλλοντικής διαχείρισης αρχίζουν να εισδύουν και άκρως σχεσιοκρατικές και συνάμα σχετικιστικές αντιλήψεις όπως η δικτυακή Αctor Νetwork Τheory, γνωστή με το αρκτικόλεξο ANT, που περιγράφουν σχέσεις ανάμεσα σε περιβαλλοντικά υβρίδια. Παρόλο το ενδιαφέρον αυτών των αντιλήψεων στο πλαίσιο μιας οικοαριστερής διαπραγμάτευσης των ζητημάτων δε θα ήθελα να επεκταθώ εδώ. Θα σημειώσω μονάχα ότι βασικό τους χαρακτηριστικό είναι ο σχετικισμός με την έμφαση να πέφτει στην επιστημολογία.
Εν όψει της δημιουργίας των αρχετυπικών εικόνων που ανέφερα προηγούμενα ορισμένες έννοιες αναλαμβάνουν την ειδική αποστολή να καθοδηγήσουν το χτίσιμο της εικόνας. Αυτές οι έννοιες/οργανωτές, όπως οικοσύστημα, γεννητικότητα κλπ. λειτουργούν έτσι ώστε ναι μεν οι αφηγήσεις να διατηρούν τον τεχνικό τους χαρακτήρα, πλην με τρόπο συμβατό με τις προδιαγραφές του κοινού νου. Έτσι, η ρύπανση του Θερμαϊκού ή η ατμοσφαιρική επιβάρυνση με στερεά παρουσιάζονται μεν με όρους τεχνικούς όπως βιοχωρητικότητα, ανάδραση, αποτελεσματικότητα των μηχανισμών ανακύκλωσης κλπ, με τέτοιο όμως τρόπο ώστε η προστασία του περιβάλλοντος με όρους τεχνολογίας να καθίσταται αυτονόητο, την ίδια στιγμή που οι κοινωνικές αιτιότητες αποσιωπούνται επιμελώς. Κοντολογίς, ρόλος αυτών των κομβικών εννοιών είναι να μεταφράζουν τις κοινωνικές αιτίες σε λογικώς συνεκτικές τεχνικές αφηγήσεις με επίκεντρο τη φύση
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι οι έννοιες/οργανωτές, ανάμεσά τους η βιοποικιλότητα, το οικοσύστημα και άλλες έχουν ελλιπέστατο περιεχόμενο. Αλλά και όταν υπάρχει σχετικά επαρκές περιεχόμενο αυτό συνήθως περιγράφεται αρνητικά. Ένα καλό παράδειγμα εδώ μας παρέχει το περιεχόμενο που έχει η έννοια της βιοκοινότητας. Συγκεκριμένα, ο βασικός μηχανισμός που διέπει την οργάνωση της βιοκοινότητας είναι υποτίθεται ο ανταγωνισμός και το όλο σχήμα δουλεύει με τον ακόλουθο τρόπο: Η βιολογική φύση εφοδιάζει το ιδεατό είδος με ευρεία γκάμα ιδιοτήτων που του επιτρέπουν να επιβιώνει και να αναπαράγεται σε μεγάλο εύρος συνθηκών και να αποικίζει ευρύ φάσμα ενδιαιτημάτων (θεμελιώδης οικοθέση). Ωστόσο, σε πραγματικές συνθήκες, το είδος διαβιώνει υπό την πίεση του διαειδικού ανταγωνισμού οπότε εγκαταλείπει μέρος των δυνατοτήτων του και περιορίζεται στα στενότερα όρια της πραγματοποιούμενης οικοθέσης. Με βάση την επιχειρηματλογία αρνητικού τύπου που περιγράφω πιο πάνω, η συζήτηση οδηγείται στο συμπέρασμα ότι προκειμένου να αποφύγουν τις συνέπειες του ανταγωνισμού οι οργανισμοί οδηγούνται σε ένα είδος διαμερισμού των περιορισμένων φυσικών διαθέσιμων και τελικά στη συνύπαρξη των ειδών και τη βιοποικιλότητα. Τελικά, η συνύπαρξη των ειδών στο πλαίσιο της βιοκοινότητας εμπλέκει α) την ιδέα του διαμερισμού των πόρων ανάλογα με την ανταγωνιστική ισχύ του κάθε είδους (σε χρόνο παρόντα ή παρελθόντα), β) έναν υλικό μηχανισμό που υπόκειται των φαινομένων, τη φυσική επιλογή και γ) μια ιδεολογική, μετωνυμική διαδικασία που ταυτίζεται με τον χωρίς όρους ανταγωνισμό. Οι αναλογίες με τον αρνητικό τρόπο διαπραγμάτευσης εννοιών, όπως εκείνη της ελευθερίας που επιχειρεί ο φιλελευθερισμός είναι νομίζω πρόδηλες.
Αυτό που οφείλω να σημειώσω είναι ότι, ανεξάρτητα από το αρχέτυπο, σε κάθε περίπτωση παρατηρείται μια εμμονή στη μονομερή θεώρηση των υλικών στοιχείων των φυσικο-κοινωνικών διαδικασιών ως αιώνιων. Στο παράδειγμα της γεωργικής παραγωγής αίφνης, είτε τα υλικά αυτά στοιχεία θεωρηθούν εξωτερικά (κλίμα, εδαφική γονιμότητα κλπ), είτε εσωτερικά (το καλλιεργούμενο φυτό) το γεγονός είναι ότι οι υλικοί όροι της παραγωγής θεωρούνται ωσάν να στέκονται πάντοτε εκεί έξω, ιστορικά αναλλοίωτοι.
Συνοψίζοντας διαπιστώνω ότι και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με ιδέες που προωθούν την υπεριστορικότητα, έρχονται δηλαδή να εξοβελίσουν την κοινωνική αιτιότητα και να αναγνώσουν τα πράγματα μέσω ενός τάχατες λογικά συνεκτικού τεχνικού λόγο που υποτίθεται υπαγορεύει ο φυσικός νόμος. Διαπιστώνω ακόμη ότι εδώ πρόκειται για ιδέες που προωθούν την ασυμμετρία με την προτεραιότητα να ανήκει στη φύση καθεαυτή και τους φυσικούς νόμους που υφίστανται εκεί έξω πάντα αναλλοίωτοι.
Για τη διαλεκτική του εδώ και του εκεί
Στην πραγματικότητα ωστόσο, η παραγωγική διαδικασία εκτυλίσσεται εντός της κοινωνίας. Έτσι, ως υλική συνθήκη της παραγωγής η φύση ναι μεν υπακούει σε φυσικές προδιαγραφές, ταυτόχρονα όμως ενέχει και ιστορικότητα οπότε αποκτά και το πλήρες της νόημα εντός του κοινωνικού συγκείμενου. Πρόκειται για τη διαλεκτική του εκεί, δηλαδή της αναλλοίωτης φύσης και του εδώ, δηλαδή της ιστορικής φύσης. Να μείνω στο παράδειγμα της γεωργικής παραγωγής και να μιλήσω για το καλλιεργητικό νερό. Λοιπόν, ασχέτως αν χρησιμοποιείται ως διασπειρόμενο αρδευτικό ή ως ρέον υδροπονικό, το νερό έχει πάντοτε μια φυσική υπόσταση, διαθέτει δηλαδή συγκεκριμένη χημική σύσταση, διαλυτική ικανότητα, αγωγιμότητα, οξύτητα κλπ τα οποία και κυμαίνονται μέσα σε ορισμένα όρια. Ωστόσο οι δύο τύποι νερού που μας ενδιαφέρουν εδώ επιτελούν διαφορετικούς καλλιεργητικούς ρόλους. Έτσι, το ένα χρησιμοποιείται ως ποτιστικό νερό και το άλλο ως υπόστρωμα. Ακόμη, ικανοποιούν διαφορετικές καλλιεργητικές ανάγκες, το ένα καλύπτει τις υδατικές ανάγκες του φυτού, το άλλο ικανοποιεί και διατροφικές ανάγκες. Επίσης, χρησιμοποιούνται με διαφορετικό τρόπο, το ένα διασπείρεται εναέρια το άλλο κυκλοφορεί στο επίπεδο του ριζικού συστήματος κλπ. Τέλος, καθένα εντάσσεται με διαφορετικό τρόπο στη ζωή του φυτού και μερικώς μετέχει και σε διαφορετικές διεργασίες. Προδήλως, άλλες ιδιότητες έχουν ενδιαφέρουν όταν μιλάμε για το αρδευτικό νερό και άλλες όταν πρόκειται για το υδροπονικό νερό.
Το συμπέρασμα εδώ είναι ότι παρά τις προσπάθειες εξοβελισμού της η ιστορικότητα των φαινομένων είναι πάντα εκεί παρούσα έστω και στο βάθος των πραγμάτων ως κρυμμένο δαιμόνιο. Συχνά πυκνά αυτή αναδύεται στην επιφάνεια και έρχεται να ανατρέψει τον επιμελώς τακτοποιημένο κόσμο των αρχέτυπων. Αυτό συμβαίνει για παράδειγμα στην περίπτωση της υδατικής ένδειας ή της αλάτωσης του υδροφόρου ορίζοντα ή της επιβάρυνσης των εδαφών με νιτρικά κ.ά. Σε τέτοιες περιπτώσεις η συγκυρία μπορεί να επιβάλει ακόμα και την αλλαγή του αρδευτικού καθεστώτος, ας πούμε το πέρασμα από τις εκτατικές και υδροβόρες καλλιέργειες έντασης εργασίας στις υδροπονικές καλλιέργειες έντασης κεφαλαίου και τεχνολογίας. Στις περιπτώσεις αυτές καθεστωτικών αλλαγών άλλες ιδιότητες του νερού είναι εκείνες που θα αποκτήσουν την πρωτοκαθεδρία.
Με βάση τη θεώρηση της διαλεκτικής του εκεί και του εδώ η οικοαριστερά κατορθώνει να μιλήσει εναλλακτικά και συγκεκριμένα για τη δεύτερη αντίφαση του καπιταλισμού. Συνοπτικά, η ιδέα αυτή μας περιγράφει το πώς η επιδίωξη κεφαλαιακής συσσώρευσης υποβαθμίζει τις συνθήκες της παραγωγικής διαδικασίας και δημιουργεί την οικολογική κρίση η οποία και επάγει εντέλει κρίσεις υποπαραγωγής. Μας λέει πιο συγκεκριμένα ότι ως συνέπειες της οικολογικής κρίσης οι περιβαλλοντικές επιβαρύνσεις καταγράφονται σε όλες τις φάσεις (στιγμές) της κεφαλαιακής κυκλοφορίας, τη σφαίρα παραγωγή των προϊόντων, σε εκείνη της παραγωγής και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, στη σφαίρα της μεταφοράς των προϊόντων, της πώληση. Αυτό συμβαίνει επειδή η επιτέλεση των διαδικασιών παραγωγής και ανταλλαγής αξιών εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό και από την προσβασιμότητα στα φυσικά διαθέσιμα με την ευρύτατη έννοια του όρου. Επομένως οι ιδιαιτερότητες των οικολογικών σχηματισμών ορθώνουν εμπόδια στη διαδικασία καπιταλιστικής συσσώρευσης. Αυτό παράγει οικολογικές κρίσεις οι οποίες καταλήγουν σε κρίσεις υποπαραγωγής καθόσον, αντί να επανεπενδυθεί παραγωγικά, μέρος του κοινωνικού περισσεύματος επενδύεται στην υπέρβαση των εμποδίων που ορθώνει το οικολογικό σύστημα στις συνθήκες κυκλοφορίας του κεφαλαίου. Για παράδειγμα η υπέρ-χρήση μαζί και η νίτρωση των υπόγειων νερών του θεσσαλικού κάμπου καθιστούν αναγκαία την επένδυση μέρους του κοινωνικού περισσεύματος σε έργα εκτροπής του Αχελώου.
Είναι λογικά αναμενόμενο, άλλοτε οι κλασικές κρίσεις υπερπαραγωγής, άλλοτε οι κρίσεις υποπαραγωγής, άλλοτε κι οι δυο μαζί, να παράγουν και αντιφάσεις οι οποίες θα γίνονται ορατές στη σφαίρα της υλικής παραγωγής και της αναπαραγωγής, αλλά και αντιφατικές αναπαραστάσεις αναφορικά με τη φύση. Για παράδειγμα, στο πλαίσιο μιας ολιστικής λογικής, η φύση του δάσους της Δαδιάς από τη μία πλευρά προστατεύεται, αλλά την ίδια στιγμή μετατρέπεται και σε έκθεμα προς πώληση.
Αυτές οι αντιφάσεις θα εκφράζονται ως αναπαραστάσεις και θα καταγράφονται ως εμπειρικά γεγονότα στο επιφανειακό επίπεδο της διαστρωματωμένης πραγματικότητας. Στο επίπεδο των αναπαραστάσεων, για παράδειγμα, συνυπάρχουν δύο διαφορετικές προσλήψεις της φύσης της Δαδιάς, η αγιοποιημένη φύση που προστατεύεται και η φύση έκθεμα που διατίθεται προς πώληση στους επισκέπτες. Στο επίπεδο των γεγονότων τώρα, ως αγοραίο προϊόν η φύση της Δαδιάς αντιμετωπίζει τον ανταγωνισμό της φύσης των Φερών, του Δέλτα του Έβρου, της Βιστωνίδας κ.ά. Σε αυτό το πλαίσιο ο τοπικός Φορέας Διαχείρισης επιδιώκει να αυξήσει το μερίδιό του σε επισκέπτες, αυτό όμως αυξάνει τις ανάγκες φύλαξης της προστατευόμενης περιοχής, απαιτεί τη διαρκή ανανέωση των εκθεμάτων του κέντρου ενημέρωσης, θέλει αυστηρότερη και αρτιότερη οργάνωση της ενημέρωσης, πιθανότατα διαφημιστικές δαπάνες κ.ά. πράγματα που εντέλει αυξάνουν κατά πολύ το κόστος του παραγόμενου θεάματος.
Ένα συμπέρασμα στο οποίο μας οδηγεί η θεώρηση της οικολογικής ανθρωπολογίας και της δεύτερης αντίφασης είναι ότι οι αγώνες για την οικολογία διαθέτουν τη δική τους αυτονομία. Ναι μεν δεν έχουν ως πρώτο στόχο τους ένα καλύτερο περιβάλλον και όλα τα άλλα έπονται, ούτε αποτελούν όμως και απλό παρακολούθημα της οικονομικής (ταξικής) πάλης. Η ερμηνεία των περιβαλλοντικών αντιφάσεων στο επίπεδο της παραγωγής και της αναπαραγωγής απαιτούν την κατανόηση των νόμων της φύσης τη σύνδεσή τους με τις κοινωνικές διαδικασίες που γεννούν τη δεύτερη αντίφαση. Για παράδειγμα, ο ρυθμός με τον οποίο τρέχουν οι διάφορες φυσιολογικές διεργασίες που ενέχονται στην παραγωγή της ντομάτας, όπως η φωτοσύνθεση, η πρωτεϊνοσύνθεση, ο κύκλος του Kalvin κλπ, έχουν ένα ανώτατο όριο. Όταν όμως οι ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας που απαιτούν ταχύτερους ρυθμούς κυκλοφορίας του κεφαλαίου εξαναγκάζουν σε παραβίαση των φυσικών ρυθμών, τότε οδηγούμαστε συχνά σε διατροφικές κρίσεις, όπως αυτές με τις τρελές αγελάδες, τα βέλγικα πουλερικά και άλλων ουκ εστίν αριθμός. Κατά τούτο η δεύτερη αντίφαση συνιστά στοιχείο/ζιζάνιο που στο επίπεδο της υλικής παραγωγής συμβάλει στην εξάρθρωση της λειτουργίας του μηχανισμού καπιταλιστικής συσσώρευσης στο επίπεδο της οικονομίας. Ταυτόχρονα όμως και διαμέσου της 2ης αντίφασης το περιβαλλοντικό πρόβλημα εντυπώνει στο φαντασιακό αντιφατικές αναπαραστάσεις και με τον τρόπο αυτό συμβάλει στην αποδιάρθρωση των ταυτοτικών συγκροτήσεων και των ισορροπιών που υπαγορεύουν οι αρχετυπικές αναπαραστάσεις της κυρίαρχης οικολογικής αφήγησης. Είναι χαρακτηριστικό εδώ ότι ενώ τα κείμενα που αναρτώνται στα πανώ του κέντρου ενημέρωσης της Δαδιάς μιλούν ολιστικά, το περιεχόμενο και η σύνταξη του εικονικού περιεχομένου παραπέμπουν σε αντιλήψεις μοναδολογικές γιατί έτσι το θέαμα γίνεται περισσότερο θελκτικό.
Το τελικό μου συμπέρασμα λοιπόν σχετικά με την ιδεολογία έχει ως εξής: οι αναπαραστάσεις που συνδέονται με τις οικολογικές αντιφάσεις είναι συνεχώς παρούσες εκεί στο βάθος των πραγμάτων και κρατούν σε διαρκή εκκρεμότητα την τάξη που έχουν εγκαθιδρύσει τα περιβαλλοντικά αρχέτυπα αναφορικά με τις σχέσεις του κοινωνικού ανθρώπου με τη φύση. Επομένως συγκυριακά γεγονότα π.χ. η αυξημένη αιθαλομίχλη στην ατμόσφαιρα των αστικών κέντρων, σε συνδυασμό με το κλείσιμο της Σέλμαν κ.ά, ως επακόλουθο της αυξημένης τιμής του πετρελαίου, πέρα από τις οικονομικές επιπτώσεις, επάγουν δυνάμει και σημαντικές ιδεολογικές ανατροπές βάθους.